
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "περιέπω"
- περι-έπω, παρατ. -εῖπον, μέλ. -έψω, αόρ. βʹ -έσπον, απαρ. -σπεῖν — Μέσ., μέλ. -έψομαι — Παθ., αόρ. αʹ απαρ. -εφθῆναι· μεταχειρίζομαι με μεγάλη φροντίδα· 1. με θετική σημασία, εὖ περιέπω τινά, μεταχειρίζομαι κάποιον με ευγενικό τρόπο, τον περιποιούμαι, σε Ηρόδ.· ὡς κάλλιστα περιέπω τινά, στον ίδ.· περιέπω τινὰ ὡς εὐεργέτην, σε Ξεν.· μόνο του επίσης, μεταχειρίζομαι με σεβασμό ή τιμή, θωπεύω, Λατ. colo, foveo, στον ίδ. 2. με αρνητική σημασία, τρηχέως κάρτα περιέπω, μεταχειρίζομαι, συμπεριφέρομαι με τραχύτητα, σε Ηρόδ.· περιέπω τινὰ ὡς πολέμιον, στον ίδ. — Παθ., τρηχέως περιεφθῆναι ὑπό τινος, στον ίδ.