LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παρθένια"
- παρθενία, ἡ, = παρθενεία, σε Πίνδ., Αισχύλ., Ευρ.
- παρθένια (ενν. μέλη), τά, χορικά άσματα που ψάλλονταν από παρθένες με συνοδεία αυλού (αὐλὸς παρθένιος), σε Πίνδ.· ομοίως, παρθένεια, τά, σε Αριστοφ.

