Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρθένια"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
παρθενία, , = παρθενεία, σε Πίνδ., Αισχύλ., Ευρ.
παρθένια (ενν. μέλη), τά, χορικά άσματα που ψάλλονταν από παρθένες με συνοδεία αυλού (αὐλὸς παρθένιος), σε Πίνδ.· ομοίως, παρθένεια, τά, σε Αριστοφ.