Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παράβολος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παράβολος, ποιητ. παραιβ-, -ον (παραβάλλωI. αυτός που ρίχνεται πλαγίως, υπαινικτικός, προσποιητός, απατηλός, παραίβολα = παραβλήδην, σε Ομηρ. Ύμν. II. αυτός που εκθέτει σε κίνδυνο τον εαυτό του, 1. λέγεται για ανθρώπους, τολμηρός, ριψοκίνδυνος, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για πράγματα και πράξεις, επικίνδυνος, επισφαλής, ριψοκίνδυνος, παράτολμος, σε Ηρόδ.