
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παράβασις"
- παρά-βᾰσις, Επικ. παραί-β-, ἡ, I. παρεκτροπή, μεταβολή, παρέκκλιση, σε Αριστ. II. υπέρβαση, τῶν δικαίων, σε Πλούτ.· απόλ., παράβαση, στον ίδ. III. παράβασις, μέρος της αρχαίας Κωμωδίας, κατά το οποίο ο Χορός έρχονταν μπροστά και απευθυνόταν στο κοινό εν ονόματι του ποιητή.