LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κύαμος"
- κύᾰμος, ὁ, I. φασόλι, σπόρος, Λατ. faba, σε Ομήρ. Ιλ. II. κλήρος με τον οποίο εκλέγονταν στην Αθήνα οι δημόσιοι αξιωματούχοι (εκείνοι που τραβούσαν άσπρους σπόρους εκλέγονταν), ὁ τῷ κυάμῳ λαχών, αξιωματούχος εκλεγμένος με κλήρο, σε Ηρόδ.· βουλὴ ἡ ἀπὸ τοῦ κυάμου, σε Θουκ.· ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, σε Ξεν.

