Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόρση"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κόρση, , στη νέα Αττ. κόρρη, Δωρ. κόρρα· (κάρα1. ένας από τους κροτάφους ή το μέρος που υπάρχει πλάγια κοντά στο μέτωπο, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην Αττ., ἐπὶ κόρρης πατάσσειν, χτυπώ στον κρόταφο, σε Δημ.· πρβλ. κόνδυλος. 2. τα μαλλιά στους κροτάφους, που είναι τα πρώτα που γκριζάρουν, σε Αισχύλ.