Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατασκέλλομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατασκέλλομαι, Παθ., γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι, φθίνω, σε Αισχύλ.· ομοίως στον Ενεργ. παρακ. κατέσκληκα και υπερσ. κατεσκλήκει, σε Βάβρ.