LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καθέζομαι"
- καθ-έζομαι, παρατ. ἐκαθεζόμην (σαν να μην είναι το ρήμα σύνθετο), σε Ξεν.· μέλ. καθεδοῦμαι, μτχ. αορ. αʹ καθεσθείς· αποθ.· 1. κάθομαι, παίρνω θέση, σε Όμηρ., Τραγ. 2. κάθομαι σε ικετευτική στάση, σε Ευρ., Θουκ. 3. εγκαθίσταμαι σε έναν τόπο, στρατοπεδεύω, σε Θουκ.

