Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θρῴσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θρῴσκω, Επικ. παρατ. θρῷσκον, μέλ. θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἔθορον, Επικ. θόρον, Ιων. απαρ., θορέειν (από τη √ΘΟΡ, η οποία εμφανίζεται στο μέλ. και στον αόρ. βʹ) I. 1. πηδώ, αναπηδώ, αναβρύζω, ἐκ δίφροιο, ἀπὸ λέκτροιο, σε Όμηρ.· λέγεται για βέλη, ἀπὸ νευρῆφι θρῷσκον, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το κουπί, σε Σοφ. 2. ακολουθ. από πρόθ., πηδώ πάνω σε, δηλ. επιτίθεμαι, εφορμώ, ἐπὶ Τρώεσσι θόρον, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για επανερχόμενη ανά διαστήματα αρρώστια, προσβάλλω, πλήττω, σε Σοφ. 3. γενικά, ορμώ, εφορμώ, σε Πίνδ., Σοφ.· μεταφ., πεδάρσιοι θρῴσκουσι, αναπηδούν στον αέρα, εξαφανίζομαι, σε Αισχύλ. II. μτβ., ανέρχομαι, ανεβαίνω, ιππεύω, ὁ θρῴσκων, ο επιβήτορας, στον ίδ.