LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γοργός"
- γοργός, -ή, -όν, αυστηρός, άγριος, φοβερός, βλοσυρός, σε Αισχύλ., Ευρ.· γοργὸς ἰδεῖν, τρομερός στην όψη, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, αφηνιασμένος, θερμός, θυμοειδής, στον ίδ.

