Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰκίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἰκίζω, Αττ. αντί Επικ. ἀεικίζω· I. Ενεργ., μόνο σε ενεστ., βλάπτω, κακοποιώ, πλήττω, μαστίζω, καταβασανίζω, τυραννώ· τινά, σε Σοφ.· λέγεται για θύελλα, αἰκίζων φόβην ὕλης, στον ίδ.Παθ., βασανίζομαι, σε Αισχύλ. II. Αποθ., αἰκίζομαι· μέλ. αἰκίσομαι, Αττ. -ιοῦμαι, Μέσ. αόρ. αʹ ᾐκισάμην, Παθ. αόρ. ᾐκίσθην, παρακ. ᾔκισμαι· με την ίδια σημασία όπως το Ενεργ., με αιτ., σε Σοφ. κ.λπ.· με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ.· αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα, σε Ξεν.