LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αἰγύπιος"
- αἰγῠπιός, ὁ, είδος γύπα ή όρνιου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ αἰγυπιός· είναι το όρνιο, ο γύπας που ορμώντας αρπάζει ζωντανά ζώα, ενώ ο γύψ είναι ο γύπας, το όρνιο που τρέφεται με ψοφίμια.

