Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 294. Χάλκινο άγαλμα Αθηνάς από τον Πειραιά. Πειραιάς, Αρχαιολογικό Μουσείο.

  • 295. Χάλκινο άγαλμα νέου άνδρα από το ναυάγιο των Αντικυθήρων.

  • 296. Χάλκινο άγαλμα παιδιού από τον κόλπο του Μαραθώνα. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

7.7.3. Πρωτότυπα χάλκινα αγάλματα

Ελάχιστα πρωτότυπα χάλκινα γλυπτά του 4ου αιώνα π.Χ. σώζονται, είναι όμως σημαντικά γιατί μας επιτρέπουν να συμπληρώσουμε την ατελή εικόνα που έχουμε για τη μνημειακή γλυπτική της περιόδου αυτής. Ένα από τα έργα αυτά είναι το μεγάλο (με ύψος 2,35 m) χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς (εικ. 294) που βρέθηκε το 1958 στον Πειραιά μαζί με άλλα χάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα διαφόρων εποχών, πιθανότατα αποθηκευμένα για να μεταφερθούν. Η απόθεση φαίνεται ότι έγινε στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. και ίσως σχετίζεται με την πολιορκία και την καταστροφή της Αθήνας από τον Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα. Η θεά φοράει ποδήρη πέπλο που σχηματίζει βαθιές πτυχές γύρω από τα σκέλη, λοξή αιγίδα στο στήθος και στο κεφάλι κορινθιακό κράνος διακοσμημένο με γρύπες και γλαύκες. Στη βάση του λοφίου τυλίγεται ένα φίδι. Η Αθηνά είχε στο προτεταμένο δεξί ένα αντικείμενο που δεν ταυτίζεται με βεβαιότητα, ενώ το κατεβασμένο αριστερό κρατούσε το δόρυ και ταυτόχρονα την άντυγα της ασπίδας της. Τα ένθετα μάτια από υαλόμαζα διατηρούνται (όπως και στα άλλα δύο χάλκινα γλυπτά που θα δούμε) και δίνουν μεγαλύτερη ζωντάνια στο έργο. Η Αθηνά από τον Πειραιά μπορεί να χρονολογηθεί λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα (350-340 π.Χ.) και είναι αναμφίβολα έργο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Τη σημασία του χάλκινου αυτού αγάλματος την υπογραμμίζει το γεγονός ότι σώζεται ένα ελαφρά παραλλαγμένο αντίγραφό του, η λεγόμενη Αθηνά Mattei, που βρίσκεται σήμερα στο Λούβρο.

Λίγο μεταγενέστερο από την Αθηνά του Πειραιά είναι το άγαλμα ενός γυμνού αγένειου άνδρα (εικ. 295) που ανασύρθηκε το 1900 μαζί με πολυάριθμα άλλα γλυπτά, μαρμάρινα και χάλκινα, από τη θάλασσα κοντά στα Αντικύθηρα. Τα έργα αυτά ήταν το κύριο φορτίο ενός μεγάλου πλοίου, το οποίο ναυάγησε γύρω στο 100 π.Χ. ταξιδεύοντας πιθανόν προς την Ιταλία. Για τον λόγο αυτό το άγαλμα του νέου άνδρα είναι γνωστό ως ο «έφηβος των Αντικυθήρων»· το μέγεθός του (έχει ύψος 1,94 m) δείχνει ότι ο εικονιζόμενος είναι πιθανότατα ένας μυθικός ήρωας, που δεν μπορούμε όμως να τον ταυτίσουμε με βεβαιότητα, καθώς δεν σώζονται τα αντικείμενα που κρατούσε. Η πιθανότερη από τις ερμηνείες που έχουν προταθεί είναι ότι ο νέος εικονίζει τον Περσέα να προτείνει με το δεξί του χέρι το κεφάλι της Μέδουσας, που είχε, όπως ξέρουμε, την ιδιότητα να απολιθώνει όποιον το κοίταζε· στο κατεβασμένο αριστερό του χέρι θα κρατούσε την ἅρπην, το κυρτό μαχαίρι με το οποίο μόλις το είχε κόψει. Οι αναλογίες του σώματος, η διαμόρφωση του προσώπου και της κόμης και η απόδοση της μυϊκής διάπλασης του ρωμαλέου κορμού τοποθετούν τον «έφηβο των Αντικυθήρων» στα χρόνια 340-330 π.Χ.

Ένα άλλο χάλκινο άγαλμα, που βρέθηκε και αυτό στη θάλασσα, στον κόλπο του Μαραθώνα, εικονίζει ένα όρθιο γυμνό παιδί που φοράει στο κεφάλι διάδημα με μια χαρακτηριστική προεξοχή επάνω από το μέτωπο (εικ. 296). Το δεξί χέρι εκτείνεται προς τα πλάγια και επάνω και κρατούσε κάτι ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη· το αριστερό, προς το οποίο στρέφεται το βλέμμα του παιδιού, είναι λυγισμένο και κρατούσε ένα επίπεδο αντικείμενο στην ανοιχτή παλάμη. Το «παιδί του Μαραθώνα» είναι μικρότερο από τα δύο προηγούμενα αγάλματα (το ύψος του είναι 1,30 m) και η τεχνοτροπία του θυμίζει έργα του Πραξιτέλη, είναι όμως δύσκολο να αποδοθεί στον ίδιο τον καλλιτέχνη. Το πιθανότερο είναι ότι το κατασκεύασε ένας μαθητής του Πραξιτέλη στα χρόνια 330-320 π.Χ.