Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 242. Αμαζόνα του Σωσικλή: Αντίγραφο μιας από τις Αμαζόνες της Εφέσου. Ρώμη, Μουσείο του Καπιτωλίου.

  • 243. Αμαζόνα Sciarra: Αντίγραφο μιας από τις Αμαζόνες της Εφέσου. Κοπεγχάγη, Γλυπτοθήκη Ny Carlsberg.

  • 244. Αμαζόνα Mattei: Αντίγραφο μιας από τις Αμαζόνες της Εφέσου. Ρώμη, Palazzo Mattei.

6.4.1. Οι Αμαζόνες της Εφέσου

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς στην Αρχαιότητα αναφέρεται σε αγάλματα Αμαζόνων που ήταν στημένα στο περίφημο ιερό της Άρτεμης στην Έφεσο. Τη μαρτυρία μάς την παραδίδει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis historia 34.53), ο οποίος την αντλεί από κάποιον Έλληνα συγγραφέα:

«Διαγωνίστηκαν επίσης μεταξύ τους και οι διασημότεροι [γλύπτες], παρ᾽ όλη τη διαφορά ηλικίας που τους χώριζε, όταν κατασκεύασαν Αμαζόνες. Καθώς αυτές ήταν έτοιμες να τις αφιερώσουν στο ιερό της Άρτεμης στην Έφεσο, αποφασίστηκε να διαλέξουν την καλύτερη σύμφωνα με τη γνώμη των ίδιων των καλλιτεχνών, που ήταν παρόντες· κρίθηκε ότι πρώτη ήταν εκείνη που ο καθένας έβαλε δεύτερη μετά τη δική του. Πρώτευσε η Αμαζόνα του Πολυκλείτου, δεύτερη ήρθε του Φειδία, τρίτη του Κρησίλα, τέταρτη του Κύδωνα, πέμπτη του Φράδμονα.»

Το κείμενο του Πλίνιου περιέχει πιθανότατα ένα σφάλμα, καθώς το όνομα του γλύπτη Κύδωνα (που δεν μαρτυρείται από αλλού) φαίνεται να είναι το παρανοημένο εθνικό του Κρησίλα, ο οποίος καταγόταν από την Κυδωνία της Κρήτης. Επομένως οι γλύπτες που διαγωνίστηκαν πρέπει να ήταν τέσσερις και όχι πέντε.

Από αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων γνωρίζουμε τρεις τύπους Αμαζόνων, που ανάγονται σε πρωτότυπα του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ. και έχουν ακριβώς το ίδιο ύψος (1,86 m). Η πρώτη (εικ. 242) ονομάζεται Αμαζόνα του Σωσικλή, επειδή το καλύτερα σωζόμενο αντίγραφό της, που βρίσκεται στο Μουσείο του Καπιτωλίου στη Ρώμη, το υπογράφει ο Σωσικλής, ένας Αθηναίος γλύπτης των μέσων του 2ου αιώνα μ.Χ. Η δεύτερη (εικ. 243) είναι η Αμαζόνα Sciarra, που πήρε το όνομά της από την ιταλική συλλογή στην οποία βρισκόταν παλαιότερα το καλύτερο αντίγραφο, σήμερα στη Γλυπτοθήκη Ny Carlsberg της Κοπεγχάγης. Η τρίτη (εικ. 244) είναι η λεγόμενη Αμαζόνα Mattei, από τη συλλογή όπου φυλάσσεται το μοναδικό και ακέφαλο αντίγραφο που μας σώζεται. Το κεφάλι του τύπου αυτού μας είναι γνωστό από άλλο αντίγραφο, του οποίου έχει χαθεί το σώμα. Η σύνδεση σώματος και κεφαλιού έγινε χάρη σε μιαν ανάγλυφη παράσταση Αμαζόνας του ίδιου τύπου, επάνω σε πεσσό από την έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού στη Λουκού της Κυνουρίας.

Ένα επιπλέον κοινό στοιχείο των τριών αγαλματικών τύπων είναι ότι οι Αμαζόνες εικονίζονται πληγωμένες, οι δύο (του Σωσικλή και Sciarra) στο δεξιό στήθος και η τρίτη (Mattei) στον αριστερό μηρό. Είναι, επομένως, σαφές ότι τα πρωτότυπα αγάλματα, που ήταν χάλκινα, είχαν παραγγελθεί και στηθεί μαζί. Δεν είναι τυχαίο ότι τα αγάλματα των πληγωμένων Αμαζόνων αφιερώθηκαν στο ιερό της Άρτεμης στην Έφεσο. Ξέρουμε ότι το ιερό αυτό ήταν άσυλο για τους καταδιωγμένους και ότι, σύμφωνα με έναν μύθο που μας παραδίδει ο Τάκιτος (Annales 3.61), οι Αμαζόνες είχαν καταφύγει εκεί καταδιωγμένες από τον Διόνυσο. Σύμφωνα με μιαν άλλη παράδοση, που ανάγεται στον Πίνδαρο και μας τη διέσωσε ο Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 7.2.7), οι Αμαζόνες είχαν ιδρύσει το ιερό της Άρτεμης στην Έφεσο μετά την αποτυχημένη προσπάθειά τους να καταλάβουν την Αθήνα, νικώντας τον Θησέα. Αλλά ο Παυσανίας θεωρεί ότι το ιερό της Εφέσου ήταν παλαιότερο από την εποχή του Θησέα και πιστεύει ότι οι Αμαζόνες έκαναν θυσία στην Άρτεμη. Όπως και αν είναι, φαίνεται πιθανό ότι τα αγάλματα των Αμαζόνων στήθηκαν γύρω στο 430 π.Χ., όταν ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε ο μεγάλος ναός της Άρτεμης.

Για την απόδοση των τριών αγαλματικών τύπων των Αμαζόνων της Εφέσου (του Σωσικλή, Sciarra και Mattei) έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις. Ομόφωνα αποδίδεται μόνο ο τύπος Mattei στον Φειδία. Το μοτίβο στήριξης με το άνετο σκέλος δίπλα στο στάσιμο και η απόδοση του ενδύματος, που καλύπτει το σώμα αφήνοντας ταυτόχρονα να διαφαίνονται οι καμπύλες του, δικαιολογούν αυτή την απόδοση. Για τους άλλους δύο τύπους οι αρχαιολόγοι συμφωνούν ότι πρέπει να αποδοθούν στον Πολύκλειτο και στον Κρησίλα, δεν έχουν όμως την ίδια γνώμη για το ποιος από τους δύο δημιούργησε τον τύπο του Σωσικλή και ποιος τον τύπο Sciarra. Και στις δύο περιπτώσεις το μοτίβο στήριξης ακολουθεί το πρότυπο του Πολυκλείτου, με το άνετο σκέλος έντονα λυγισμένο προς τα πίσω και το πόδι να ακουμπάει στο έδαφος με τις άκρες των δαχτύλων. Η Αμαζόνα Sciarra, ωστόσο, είναι σχετικά επίπεδη και μετωπική ως σύνθεση, ενώ η Αμαζόνα του Σωσικλή συστρέφεται και δεν έχει μια ξεκάθαρη κύρια όψη. Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι νεωτερικό και θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόδοση του τύπου Σωσικλή σε έναν νεότερο γλύπτη, όπως ξέρουμε ότι ήταν ο Κρησίλας· μπορεί όμως επίσης να θεωρηθεί τολμηρή προσπάθεια ενός ώριμου καλλιτέχνη, που ανοίγει καινούργιους δρόμους. Όπως και αν είναι, οι Αμαζόνες της Εφέσου, παρόλο που τις ξέρουμε μόνο από αντίγραφα, έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της ελληνικής γλυπτικής του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ.