Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 174. Άγαλμα παιδιού από την Ακρόπολη της Αθήνας (“παιδί του Κριτίου”), 480-470 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

  • 175. Κεφάλι νέου από την Ακρόπολη της Αθήνας (“ξανθός έφηβος”), 490-480 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

4.3.2. Το «παιδί του Κριτίου», ο «ξανθός έφηβος» και η εμφάνιση του contrapposto

Ανάμεσα στα πολυάριθμα γλυπτά που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην Ακρόπολη της Αθήνας, ένα από τα σημαντικότερα για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης είναι το άγαλμα ενός όρθιου γυμνού αγοριού που επικράτησε να αποκαλείται «παιδί του Κριτίου» (εικ. 174). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην ομοιότητα των χαρακτηριστικών του προσώπου του με εκείνα του αγάλματος του νεότερου από τους Τυραννοκτόνους, του Αρμόδιου, που κάνει πολύ πιθανή την απόδοση του αγάλματος στον Κρίτιο, έναν από τους δύο δημιουργούς των Τυραννοκτόνων, που πρότεινε ο Γερμανός αρχαιολόγος Adolf Furtwängler. Το «παιδί του Κριτίου» στηρίζει το σώμα του στο αριστερό σκέλος (το στάσιμο), ενώ το δεξιό (το άνετο) πατάει χαλαρά στο έδαφος και λυγίζει ελαφρά στο γόνατο. Οι ώμοι δεν είναι οριζόντιοι και η δεξιά πλευρά του σώματος προβάλλει ελαφρά προς τα εμπρός, ακολουθώντας την κίνηση του δεξιού χεριού, που κρατούσε πιθανότατα μια φιάλη και την πρότεινε για να προσφέρει σπονδή. Είναι δύσκολο να πούμε αν ο νέος στέκεται ή βαδίζει· στην πραγματικότητα η στάση του σώματός του δείχνει ότι είναι έτοιμος να κινηθεί, ανασηκώνοντας το δεξιό σκέλος και προτείνοντας το δεξί χέρι. Το στήσιμο των ανθρώπινων μορφών που αντιπαραθέτει μια σταθερή και μια χαλαρή πλευρά του σώματος, δηλώνοντας έτσι τη δυνατότητα για κίνηση, λέγεται (με έναν όρο δανεισμένο από τη γλώσσα της ιταλικής Αναγέννησης) contrapposto και χαρακτηρίζει την αρχαία ελληνική τέχνη από το 480 π.Χ. και έπειτα. Το «παιδί του Κριτίου» χρονολογείται πιθανόν λίγο μετά το 480 π.Χ. Λίγο παλαιότερο είναι ένα κεφάλι νέου από την Ακρόπολη της Αθήνας, που ονομάζεται «ξανθός έφηβος» (εικ. 175), επειδή στα μαλλιά του σώζονται ίχνη κόκκινου χρώματος. Το κεφάλι αυτό παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με την κόρη που αφιέρωσε ο Ευθύδικος γύρω στο 490 π.Χ. (εικ. 176) καθώς και με το κεφάλι του Ερμή στον θαυμάσιο αμφορέα του «ζωγράφου του Βερολίνου» (εικ. 148), που τοποθετείται, όπως είδαμε, στα ίδια χρόνια. Από το άγαλμα στο οποίο ανήκε το κεφάλι του «ξανθού εφήβου» σώζεται ένα κομμάτι από την περιοχή του ισχίου. Οι ασυμμετρίες και η ελαφρά κεκλιμένη θέση των γλουτών δείχνουν ότι το άγαλμα αυτό ήταν όρθιο, αλλά όχι στο εικονογραφικό σχήμα του κούρου, μετωπικό και με ελαφρά προτεταμένο το αριστερό σκέλος. αλλά με στάσιμο και άνετο σκέλος, δηλαδή σε contrapposto, όπως το «παιδί του Κριτίου». Επομένως, ο νέος αυτός τρόπος στησίματος των ανθρώπινων μορφών εμφανίστηκε στην πλαστική κατά την πρώτη εικοσαετία του 5ου αιώνα. Το ίδιο στήσιμο το συναντούμε άλλωστε, όπως είδαμε, και σε αγγειογραφίες του «ζωγράφου του Βερολίνου» και του «ζωγράφου του Κλεοφράδη», που χρονολογούνται στην ίδια περίοδο.