Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 93. Άγαλμα κόρης από το Ηραίο της Σάμου, 570-560 π.Χ. Παρίσι, Λούβρο.

  • 94. Άγαλμα κόρης από το Ηραίο της Σάμου, 570-560 π.Χ. Βαθύ Σάμου, Αρχαιολογικό Μουσείο.

  • 95. Σύνταγμα του γλύπτη Γενέλεω από το Ηραίο της Σάμου, 560-550 π.Χ. Βαθύ Σάμου, Αρχαιολογικό Μουσείο.

  • 96. Σύνταγμα του γλύπτη Γενέλεω από το Ηραίο της Σάμου (σχεδιαστική αναπαράσταση).

  • 97. Σύνταγμα του γλύπτη Γενέλεω από το Ηραίο της Σάμου, 560-550 π.Χ.: Ανακεκλιμένος άνδρας. Βαθύ Σάμου, Αρχαιολογικό Μουσείο.

3.3.8. Αναθήματα στο Ηραίο της Σάμου

Είδαμε πόσος πλούτος είχε συγκεντρωθεί στη Σάμο στα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια και με ποιον τρόπο ο πλούτος αυτός έγινε αφορμή να αφιερωθούν στο μεγάλο ιερό του νησιού, το Ηραίο, μεγάλα και λαμπρά αγάλματα κούρων. Στο ίδιο ιερό στήθηκαν λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αιώνα και άλλα αναθήματα, που μπορεί να μην έχουν το κολοσσικό μέγεθος του κούρου του Ισχή (εικ. 88), δεν είναι όμως λιγότερο ενδιαφέροντα. Θα εξετάσουμε δύο από αυτά: (α) δύο όμοιες κόρες που αποτελούσαν σύνταγμα (ήταν δηλαδή στημένες στην ίδια βάση)· και (β) ένα πολυπρόσωπο σύνταγμα που απεικόνιζε τα μέλη μιας αριστοκρατικής οικογένειας.

Οι κόρες του πρώτου αναθήματος είχαν ύψος που ξεπερνούσε τα 2 m μαζί με το κεφάλι (το οποίο δυστυχώς δεν σώζεται)· η πρώτη βρέθηκε γύρω στο 1875 και εκτίθεται σήμερα στο Παρίσι, στο Μουσείο του Λούβρου (εικ. 93)· η δεύτερη ανακαλύφθηκε το 1984, στις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (εικ. 94). Τα δύο αγάλματα, από χοντρόκοκκο (πιθανόν σαμιώτικο) μάρμαρο, χρονολογούνται στη δεκαετία 570-560 π.Χ. και είναι έργα του ίδιου καλλιτέχνη. Η τεχνοτροπία του σημαντικού αυτού γλύπτη είναι χαρακτηριστική για τη σαμιώτικη τέχνη της αρχαϊκής εποχής: το ραδινό γυναικείο σώμα, ίσιο σαν λαμπάδα, εξαφανίζεται σχεδόν κάτω από τα ρούχα· μόνο στο πίσω μέρος, ιδιαίτερα στην πλάτη, διαφαίνονται οι καμπύλες του. Η πλούσια ενδυμασία αποτελείται από τον χιτώνα, που ζώνεται σφιχτά στη μέση, ένα μικρό ιμάτιο, που φοριέται λοξά επάνω από τον κορμό, και έναν μακρό επενδύτη, που, διπλωμένος στα δύο, καλύπτει την πλάτη και το αριστερό σκέλος, ενώ η μία άκρη του στερεώνεται στη ζώνη. Ο επενδύτης φαίνεται ότι σκέπαζε και το κεφάλι. Οι πτυχές του χιτώνα αποδίδονται με δεξιοτεχνικά χαραγμένες πυκνές και λεπτές εγχάρακτες γραμμές· αντίθετα, η επιφάνεια του επενδύτη είναι λεία. Το αριστερό χέρι είναι λυγισμένο και ακουμπάει στο στήθος· κρατούσε κάτι, πιθανότατα μια προσφορά για τη θεά. Δυο επιγραφές χαραγμένες στο άγαλμα του Λούβρου και στο άγαλμα της Σάμου (και οι δύο στην παρυφή του επενδύτη κατά μήκος του αριστερού σκέλους) μας πληροφορούν ότι οι κόρες ήταν αναθήματα του Χηραμύη στην Ήρα. Οι δύο κόρες αποτελούσαν σύνολο και ήταν στημένες από την αρχή στην ίδια βάση. Οι μορφές είναι ανώνυμες, αλλά το μέγεθος και η ομορφιά τους φανερώνουν τον πλούτο του Χηραμύη και τον σεβασμό του στην Ήρα· οι επιγραφές λένε ότι ήταν ἀγάλματα ("χαρούδια"), δηλαδή όμορφα και πολυτελή δώρα, με τα οποία ο αναθέτης ήθελε να ευχαριστήσει τη μεγάλη θεά της Σάμου, αλλά και να προκαλέσει τον θαυμασμό των επισκεπτών του ιερού.

Ο Χηραμύης πρέπει να ήταν σημαντικό πρόσωπο, γιατί είχε αφιερώσει και άλλα γλυπτά στο ιερό της Ήρας: αναθηματικές επιγραφές με το όνομά του είναι χαραγμένες στο σώμα μιας ακόμη κόρης, λίγο μικρότερης από τις δύο προηγούμενες, που κρατάει με το αριστερό χέρι μπροστά στο στήθος έναν λαγό (σήμερα στο Βερολίνο) και στο αριστερό σκέλος ενός κούρου, από τον οποίο σώζονται μόνο σπαράγματα. Δεν ξέρουμε αν τα δύο αυτά έργα ήταν ανεξάρτητα αναθήματα ή αν ήταν αρχικά στημένα πάνω στην ίδια βάση με τις δύο μεγαλύτερες κόρες.

Το δεύτερο ανάθημα είναι λίγο μεταγενέστερο από εκείνα του Χηραμύη (560-550 π.Χ.) και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή εικονίζει τα μέλη μιας οικογένειας που αποτελείται από τον πατέρα, τη μητέρα, τρεις κόρες και έναν νεαρό γιο (εικ. 95, 96). Τα αγάλματα ήταν τοποθετημένα επάνω σε μια μακρόστενη βάση· στις δύο άκρες βρίσκονται ο πατέρας και η μητέρα. Ο πατέρας στα δεξιά (ως προς τον θεατή), παχύς και επιβλητικός, όπως ταιριάζει σε έναν πλούσιο άρχοντα, φοράει μακρύ χιτώνα και ιμάτιο· είναι ξαπλωμένος σε κλίνη και ανασηκώνει το κορμί του ακουμπώντας στο μαξιλάρι με τον αριστερό αγκώνα, ενώ στο χέρι κρατάει ένα πουλί (εικ. 97). Η στάση είναι χαρακτηριστική για άνδρα της ανώτερης τάξης που συμμετέχει σε συμπόσιο. Η μητέρα και κυρία του σπιτιού κάθεται μεγαλόπρεπα στο πολυτελές κάθισμά της (έναν θρόνο) με υποπόδιο κάτω από τα πόδια. Ανάμεσα στους γονείς στέκονται τα παιδιά: τρεις κόρες και ένας γιος. Τέσσερις από τις έξι συνολικά μορφές (ο πατέρας, η μητέρα και δύο από τις κόρες, η μία από τις οποίες βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο) σώζονται σχετικά καλά: λείπουν μόνο τα κεφάλια τους, και στην περίπτωση της μητέρας το επάνω μέρος του κορμού. Από την τρίτη κόρη έχουμε μόνο λίγα θραύσματα και από τον νεαρό γιο (που εικονιζόταν μικρότερος) μόνο ένα κομμάτι από την πλίνθο με τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού. Τα ονόματα των εικονιζόμενων προσώπων ήταν χαραγμένα στα ενδύματα τους· σώζονται εκείνα της μητέρας (που λεγόταν Φίλεια) και των δύο από τις τρεις κόρες (που λέγονταν Φιλίππη και Ορνίθη· η δεύτερη είναι στο Βερολίνο), ενώ από το όνομα του πατέρα διατηρείται μόνο το τέλος ([…]άρχης). Επάνω στο καθιστό άγαλμα της Φίλειας είναι χαραγμένη ακόμη μια επιγραφή με το όνομα του σημαντικού γλύπτη που κατασκεύασε τα αγάλματα: ἡμᾶς ἐποίησε Γενέλεως.