Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Τραγωδία

του Δανιήλ Ιακώβ

Ε2. Η ενότητα του χρόνου

Οι αριστοτελικές απόψεις

Αφετηρία της ευρωπαϊκής σκέψης σε θέματα λογοτεχνικής κριτικής αποτελεί η πρώτη συστηματική πραγματεία της ελληνικής αρχαιότητας, η Ποιητική του Αριστοτέλη. Το ιδιαίτερο πλεονέκτημα αυτού του εν μέρει περιγραφικού και εν μέρει κανονιστικού συγγράμματος έγκειται στο γεγονός ότι ερευνά το ποιητικό φαινόμενο όχι στο πλαίσιο μιας φιλοσοφικής πραγματείας, όπως η πλατωνική Πολιτεία ή ο Ἴων, ή ενός ρητορικού παιγνίου, όπως το Ἑλένης ἐγκώμιον του Γοργία, αλλά το αντιμετωπίζει ως αυτόνομη περιοχή της ανθρώπινης πνευματικής δραστηριότητας, το αναδεικνύει σε αποκλειστικό αντικείμενο έρευνας και κωδικοποιεί και διατυπώνει τις συνθετικές του αρχές και τα ειδοποιά του γνωρίσματα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η διάκριση ανάμεσα στην τραγωδία και το έπος, την οποία προτείνει ο Αριστοτέλης στο πέμπτο κεφάλαιο της Ποιητικής. Παραθέτω το σχετικό κείμενο (1449b 9-16):

ἡ μὲν οὖν ἐποποιία τῇ τραγωδίᾳ μέχρι μὲν τοῦ μετὰ μέτρου λόγῳ μίμησις εἶναι σπουδαίων ἠκολούθησεν· τῷ δὲ τὸ μέτρον ἁπλοῦν ἔχειν καὶ ἀπαγγελίαν εἶναι, ταύτῃ διαφέρουσιν· ἔτι δὲ τῷ μήκει· ἡ μὲν ὅτι μάλιστα πειρᾶται ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου εἶναι ἢ μικρὸν ἐξαλλάττειν, ἡ δὲ ἐποποιία ἀόριστος τῷ χρόνῳ καὶ τούτῳ διαφέρει, καίτοι τὸ πρῶτον ὁμοίως ἐν ταῖς τραγῳδίαις τοῦτο ἐποίουν καὶ ἐν τοῖς ἔπεσιν.

Ο Αριστοτέλης αναφέρεται εδώ στις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στα δύο λογοτεχνικά είδη με βάση το μέσο έκφρασής τους, το αντικείμενο της μίμησης και τον τρόπο εκτέλεσής τους. Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο λογοτεχνικά είδη θα μπορούσαν να αποδοθούν σχηματικά ως εξής:

Τραγωδία

Έπος

[η τραγωδία χρησιμοποιεί διάφορα μέτρα· πρβ. 1462a 15]

μέτρον ἁπλοῦν

[σκηνική δράση· πρβ. 1449b 26]

ἀπαγγελία

μῆκος: ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου εἶναι

μῆκος: ἀόριστος

ἢ μικρὸν ἐξαλλάττειν

τῷ χρόνῳ

Από την παραπάνω σύγκριση γίνεται αμέσως αντιληπτή μια δυσκολία: πρέπει να δεχτούμε ότι μήκος και χρόνος αποτελούν δύο χαρακτηριστικά που σχετίζονται μεταξύ τους και ανήκουν στην ίδια διαφορά (όπως δηλώθηκε προσωρινά στο σχήμα) ή πρέπει να αποσυνδεθούν και να αποτελέσουν ξεχωριστές διαφορές ανάμεσα στα δύο λογοτεχνικά είδη; Είναι προφανές ότι η απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα εξαρτάται από τη διασάφηση της σημασίας των δύο όρων και τη διαπίστωση της ύπαρξης ή της απουσίας κάποιας σχέσης ανάμεσά τους, καθώς και από την εξακρίβωση της συντακτικής σχέσης των προτάσεων στις οποίες ανήκουν οι όροι αυτοί.

Ένας υπομνηματιστής της Ποιητικής, ο D. W. Lucas,[19] διακρίνει τρεις σημασίες του όρου μῆκος: (1) έκταση σε στίχους ή σε μέτρα παπύρου που καταλαμβάνει η γραπτή μορφή ενός κειμένου (καθαρά ποσοτική σημασία)· (2) χρονικό διάστημα που απαιτείται για την πρόσληψη (ακρόαση, ανάγνωση, θεατρική παράσταση) ενός κειμένου [εξωτερικός προσδιορισμός του χρόνου που εξαρτάται από την έκταση του κειμένου (πρβ. την πρώτη σημασία), την προσληπτική ικανότητα του αναγνώστη, τους αντικειμενικούς όρους απαγγελίας ή τον τρόπο της σκηνικής εκτέλεσης]· (3) διάρκεια του πλασματικού χρόνου ενός λογοτεχνικού έργου [εσωτερικός προσδιορισμός της διάρκειας των παριστανόμενων γεγονότων· αυτό το είδος του χρόνου, πρέπει να συμπληρώσουμε, παραμένει ανεξάρτητο από την ικανότητα του δέκτη και τους εξωτερικούς όρους εκτέλεσης του έργου (πρβ. τη δεύτερη σημασία)· πρόκειται για τον χρόνο μέσα στον οποίο ζουν και δρουν τα πρόσωπα του έργου]. Ο Lucas πιστεύει ότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί, ειδικά σε αυτό το κεφάλαιο, τον όρο μῆκος με την τρίτη σημασία, γιατί θέλει να εξάρει τη χρονική ενότητα και πυκνότητα της δράσης σε μια τραγωδία και να την αντιπαραθέσει στην κάπως χαλαρότερη σύνδεση των γεγονότων του έπους.

Αυτή η ερμηνεία, που φαίνεται ότι τείνει να καθιερωθεί στη σύγχρονη αριστοτελική έρευνα, δημιουργεί, ωστόσο, σημαντικές δυσκολίες. Καταρχήν η χρήση του όρου μῆκος με αυτή τη σημασία είναι αμάρτυρη, όπως άλλωστε παραδέχεται και ο ίδιος ο Lucas, πράγμα που καθιστά την ερμηνεία προκαταβολικά ύποπτη. Αν ο Αριστοτέλης ήθελε να διατυπώσει αυτό που του αποδίδουν οι νεότεροι μελετητές του, δεν βλέπω τον λόγο που τον εμπόδισε να χρησιμοποιήσει τον προσδοκώμενο όρο χρόνος. Στην περίπτωση αυτή θα εισήγε μια ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στα δύο λογοτεχνικά είδη που θα την επεξηγούσε με την ακόλουθη περίοδο. Είναι, βέβαια, δυνατό να προβληθεί η αντίρρηση ότι το ατημέλητο ύφος των εσωτερικών έργων του Αριστοτέλη, που αποτελούσαν τη βάση για τις παραδόσεις του στο Λύκειο, είναι υπεύθυνο για την παράλειψη μιας προσδιοριστικής γενικής (τοῦ χρόνου) που εύκολα συμπληρώνεται από τα επόμενα και που εξαρτάται από τη λέξη μήκει. Η λύση αυτή όμως, που άλλωστε έχει καθαρά υποθετικό χαρακτήρα, πρέπει να αποκλειστεί, όχι μόνο γιατί αποκλίνει από την τρέχουσα γραμματική χρήση, αλλά και γιατί η χρήση του όρου μῆκος στην καθαρά ποσοτική του σημασία -πρόκειται για την πρώτη σημασία του Lucas- είναι αποφασιστικό κριτήριο για τον διαχωρισμό και την ταξινόμηση των λογοτεχνικών ειδών.

Με αυτή την έννοια η περικοπή μας συγγενεύει με δύο άλλα χωρία της Ποιητικής:

(1) Διαφέρει δὲ κατά τε τῆς συστάσεως τὸ μῆκος ἡ ἐποποιία καὶ τὸ μέτρον. τοῦ μὲν οὖν μήκους ὅρος ἱκανὸς ὁ εἰρημένος· δύνασθαι γὰρ δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος. εἴη δ' ἂν τοῦτο, εἰ τῶν μὲν ἀρχαίων ἐλάττους αἱ συστάσεις εἶεν, πρὸς δὲ τὸ πλῆθος τραγῳδιῶν τῶν εἰς μίαν ἀκρόασιν τιθεμένων παρήκοιεν. ἔχει δὲ πρὸς τὸ ἐπεκτείνεσθαι τὸ μέγεθος πολύ τι ἡ ἐποποιία ἴδιον διὰ τὸ ἐν μὲν τῇ τραγῳδίᾳ μὴ ἐνδέχεσθαι ἅμα πραττόμενα πολλὰ μέρη μιμεῖσθαι ἀλλὰ τὸ ἐπὶ τῆς σκηνῆς καὶ τῶν ὑποκριτῶν μέρος μόνον· ἐν δὲ τῇ ἐποποιίᾳ διὰ τὸ διήγησιν εἶναι ἔστι πολλὰ μέρη ἅμα ποιεῖν περαινόμενα, ὑφ' ὧν οἰκείων ὄντων αὔξεται ὁ τοῦ ποιήματος ὄγκος. ὥστε τοῦτ' ἔχει τὸ ἀγαθὸν εἰς μεγαλοπρέπειαν καὶ τὸ μεταβάλλειν τὸν ἀκούοντα καὶ ἐπεισοδιοῦν ἀνομοίοις ἐπεισοδίοις· τὸ γὰρ ὅμοιον ταχύ πληροῦν ἐκπίπτειν ποιεῖ τὰς τραγῳδίας. τὸ δὲ μέτρον τὸ ἡρωικὸν ἀπὸ τῆς πείρας ἥρμοκεν. εἰ γάρ τις ἐν ἄλλῳ τινὶ μέτρῳ διηγηματικὴν μίμησιν ποιοῖτο ἢ ἐν πολλοῖς, ἀπρεπὲς ἂν φαίνοιτο· τὸ γὰρ ἡρωικὸν στασιμώτατον καὶ ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων ἐστίν […], τὸ δὲ ἰαμβεῖον καὶ τετράμετρον κινητικὰ καὶ τὸ μὲν ὀρχηστικὸν τὸ δὲ πρακτικόν. ἔτι δὲ ἀτοπώτερον εἰ μιγνύοι τις αὐτά, ὥσπερ Χαιρήμων. διὸ οὐδεὶς μακρὰν σύστασιν ἐν ἄλλῳ πεποίηκεν ἢ τῷ ἡρῴω, ἀλλ' ὥσπερ εἴπομεν αὐτὴ ἡ φύσις διδάσκει τὸ ἁρμόττον αὐτῇ αἱρεῖσθαι. […] δεῖ μὲν οὖν ἐν ταῖς τραγῳδίαις ποιεῖν τὸ θαυμαστόν, μᾶλλον δ' ἐνδέχεται ἐν τῇ ἐποποιίᾳ τὸ ἄλογον, δι' ὃ συμβαίνει μάλιστα τὸ θαυμαστόν, διὰ τὸ μὴ ὁρᾶν εἰς τὸν πράττοντα· ἐπεὶ τὰ περὶ τὴν Ἕκτορος δίωξιν ἐπὶ σκηνῆς ὄντα γελοῖα ἂν φανείη, οἱ μὲν ἑστῶτες καὶ οὐ διώκοντες, ὁ δὲ ἀνανεύων, ἐν δὲ τοῖς ἔπεσιν λανθάνει. τὸ δὲ θαυμαστὸν ἡδύ· σημεῖον δέ, πάντες γὰρ προστιθέντες ἀπαγγέλλουσιν ὡς χαριζόμενοι (14591b 17 - 1460a 18).

(2) ἔπειτα διότι πάντ᾽ ἔχει ὅσαπερ ἡ ἐποποιία (καὶ γὰρ τῷ μέτρῳ ἔξεστι χρῆσθαι), καὶ ἔτι οὐ μικρὸν μέρος τὴν μουσικήν [καὶ τὰς ὄψεις], δι᾽ ἧς αἱ ἡδοναὶ συνίστανται ἐναργέστατα· εἶτα καὶ τὸ ἐναργὲς ἔχει καὶ ἐν τῇ ἀναγνώσει καὶ ἐπὶ τῶν ἔργων· ἔτι τῷ ἐν ἐλάττονι μήκει τὸ τέλος τῆς μιμήσεως εἶναι (τὸ γὰρ ἀθροώτερον ἥδιον ἢ πολλῷ κεκραμένον τῷ χρόνῳ, λέγω δ᾽ οἷον εἴ τις τὸν Οἰδίπουν θείη τὸν Σοφοκλέους ἐν ἔπεσιν ὅσοις ἡ Ἰλιάς)· ἔτι ἧττον μία ἡ μίμησις ἡ τῶν ἐποποιῶν (σημεῖον δέ, ἐκ γὰρ ὁποιασοῦν μιμήσεως πλείους τραγῳδίαι γίνονται), ὥστε ἐὰν μὲν ἕνα μῦθον ποιῶσιν, ἢ βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι, ἢ ἀκολουθοῦντα τῷ τοῦ μέτρου μήκει ὑδαρῆ· λέγω δὲ οἷον ἐὰν ἐκ πλειόνων πράξεων ᾖ συγκειμένη, ὥσπερ ἡ Ἰλιὰς ἔχει πολλὰ τοιαῦτα μέρη καὶ ἡ Ὀδύσσεια <ἃ> καὶ καθ᾽ ἑαυτὰ ἔχει μέγεθος· καίτοι ταῦτα τὰ ποιήματα συνέστηκεν ὡς ἐνδέχεται ἄριστα καὶ ὅτι μάλιστα μιᾶς πράξεως μίμησις. (1462a 14 - 1462b 11).

Στα χωρία αυτά ο Αριστοτέλης αναφέρεται στο μῆκος (1459b 17-31 ~ 1462a 18-b 11), στο μέτρο (1459b31-60a5 ~ 1462a 14-17) και στον τρόπο εκτέλεσης (1460a 5-18 ~ 1462a 17-18). Η παρουσία των τριών αυτών στοιχείων στο 5ο κεφάλαιο (1449b) 11 μέτρο/τρόπος εκτέλεσης, 1449b 12 μῆκος) δεν μπορεί, επομένως, κατά κανέναν τρόπο να αποδοθεί σε απλή σύμπτωση, και έτσι οποιαδήποτε συμπλήρωση μετά το μήκει είναι αυθαίρετη. Επειδή, επιπλέον, μῆκος στα δύο συγγενικά χωρία σημαίνει αναμφισβήτητα «έκταση» (στο δεύτερο χωρίο η έκταση σχετίζεται με τον αντικειμενικά μετρήσιμο χρόνο εκτέλεσης ενός έργου -δηλαδή με τη δεύτερη σημασία του Lucas- όχι όμως με τον πλασματικό χρόνο που υποτίθεται ότι σημαίνει, σύμφωνα με την άποψη του Lucas, στο 5ο κεφάλαιο της Ποιητικής), πρέπει να δεχτούμε ότι ο όρος διατηρεί και εδώ την καθαρά ποσοτική σημασία του. Αναγκαία συνέπεια της ερμηνείας αυτής αποτελεί η σκέψη ότι οι όροι μῆκος και χρόνος είναι ενδεχόμενο να σχετίζονται, αλλά όχι να ταυτίζονται, όπως γενικά πιστεύουν σήμερα οι μελετητές.

Για τη διερεύνηση αυτής της σχέσης είναι απαραίτητο να εξεταστεί κάπως διεξοδικότερα η σημασία του όρου χρόνος στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Ο Else[20] υποστήριξε ότι χρόνος στο πέμπτο κεφάλαιο σημαίνει τον αντικειμενικό χρόνο πρόσληψης ενός έργου - πρόκειται για τη δεύτερη σημασία του Lucas. Οι δυσκολίες που δημιουργεί αυτή η ερμηνεία είναι ανυπέρβλητες. Καταρχήν η φράση καίτοι τὸ πρῶτον ὁμοίως ἐν ταῖς τραγῳδίαις τοῦτο ἐποίουν καὶ ἐν τοῖς ἔπεσιν παραμένει ακατανόητη. Σύμφωνα με την πληροφορία αυτή, η τραγωδία στα πρώτα της βήματα ή οπωσδήποτε σε ένα πρώιμο στάδιο -το επίρρημα το πρῶτον είναι αρκετά ασαφές- πρέπει να διαρκούσε όσο και ένα έπος. Αν μέτρο σύγκρισης είναι η Ιλιάδα ή η Οδύσσεια -έργα στα οποία ο Αριστοτέλης αναφέρεται συχνά και τα οποία αντιπροσωπεύουν το λογοτεχνικό είδος του έπους-, είναι προφανές ότι δημιουργείται αδιέξοδο με την παραδοχή μιας τραγωδίας τέτοιου μεγέθους. Άλλωστε μια τέτοια ερμηνεία αντιβαίνει στη μαρτυρία του ίδιου του Αριστοτέλη για τον εμπλουτισμό της τραγωδίας με επεισόδια στο τέταρτο κεφάλαιο, γεγονός που προϋποθέτει βαθμιαία αύξηση του μήκους της τραγωδίας. Την ίδια κατεύθυνση υποδεικνύει επίσης το χωρίο 1451a 6-9: τοῦ δὲ μήκους ὅρος <ὁ> μὲν πρὸς τοὺς ἀγῶνας καὶ τὴν αἴσθησιν οὐ τῆς τέχνης ἐστίν· εἰ γὰρ ἔδει ἑκατὸν τραγῳδίας ἀγωνίζεσθαι, πρὸς κλεψύδρας ἂν ἠγωνίζοντο,ὥσπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε φασιν.† Το μήκος ενός έργου και συνακόλουθα ο χρόνος πρόσληψης που αντιστοιχεί σε αυτό είναι συνάρτηση εξωκαλλιτεχνικών παραγόντων, όπως είναι ο αριθμός των δραμάτων που συμμετέχουν σε μία ημέρα των δραματικών αγώνων στο πλαίσιο των Μεγάλων Διονυσίων. Στο πέμπτο κεφάλαιο όμως γίνεται λόγος για χαρακτηριστικά καλλιτεχνικά, όπως είναι το μέτρο, το θέμα ή ο τρόπος εκτέλεσης· μια εξωκαλλιτεχνική σφήνα ως ειδοποιό γνώρισμα των δύο λογοτεχνικών ειδών θα ήταν, επομένως, κάτι απροσδόκητο. Το χαρακτηριστικό πρέπει να αφορά κάποιο στοιχείο που ανήκει στο έργο και όχι κάτι που επιβάλλεται έξωθεν, και αυτό μπορεί να είναι μόνον ο πλασματικός χρόνος.

Η διασάφηση των δύο όρων δεν απαντά, ωστόσο, στο ερώτημα ποιά σχέση μπορεί να υφίσταται ανάμεσα στην έκταση του κειμένου και τον πλασματικό χρόνο. Από μεθοδολογική άποψη προσφέρονται δύο δυνατότητες. Μπορούμε να υποθέσουμε, καταρχήν, ότι μετά το μήκει έχουν εκπέσει οι λέξεις <καὶ τῷ χρόνῳ>, οπότε η επεξήγηση ακολουθεί φυσιολογικά. Με την προσθήκη αυτή όμως γίνεται ενοχλητική η φράση καὶ τούτῳ διαφέρει. Πράγματι, το εννοούμενο ρήμα διαφέρει, που πρέπει να συμπληρώσουμε πριν από την επεξηγηματική περίοδο, δημιουργεί μια φορτική επανάληψη, που αίρεται μόνο με την απόρριψη της υποθετικής προσθήκης. Έτσι η πιθανότερη διέξοδος προσφέρεται με τη δεύτερη δυνατότητα. Συγκεκριμένα πιστεύω ότι ο Αριστοτέλης μεταβαίνει συνειρμικά[21] από το ποσοτικό μήκος στον πλασματικό χρόνο, και ο συνειρμός αυτός διευκολύνεται από το γεγονός ότι το έπος διαθέτει μεγάλο πλασματικό χρόνο, που κατά κανόνα αντιστοιχεί σε μεγάλη έκταση κειμένου.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή τη λύση πρέπει να συνεκτιμήσουμε επικουρικά ορισμένα πρόσθετα δεδομένα της Ποιητικής. Ήδη από τα χωρία που παραθέσαμε παραπάνω προκύπτει ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί εξ ορισμού το έπος ποίημα με μεγάλη έκταση, αφού προτείνει τον περιορισμό του μήκους του και προσπαθεί να καθορίσει ένα ιδανικό όριο (1459b 20-22), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτή η ιδεώδης έκταση του έπους αντιστοιχεί σε περιορισμένο πλασματικό χρόνο, όπως συμβαίνει με την τραγωδία. Η σύγκριση εξάλλου του Οιδίποδα Τυράννου με την Ιλιάδα ως προς το μήκος τους (1462a 18-62b 1) είναι άκρως διαφωτιστική προς την κατεύθυνση αυτή. Ότι το έπος είναι φυσικό να έχει μεγαλύτερο μήκος συνάγεται και από τα χωρία 1455b 15-16, 1456a 10-15, και 1459b 17-18. Όπως εξάγεται από το χωρίο 1451a 11-5 η έκταση της τραγωδίας εξαρτάται από τη λογική και χρονική δομή της πλοκής της, η οποία προκαλεί τη μεταβολή από την ευτυχία στη δυστυχία ή το αντίθετο. Με αυτά τα δεδομένα είναι απόλυτα νόμιμη η δημιουργία μιας αντιστοιχίας ανάμεσα στο μήκος και τον χρόνο. Έτσι βρίσκει τη θέση της και η φράση καὶ τούτῳ διαφέρει, που επιτάσσεται, όταν ο Αριστοτέλης συνειδητοποιεί ότι εισάγει μια επιπλέον διαφορά, η οποία όμως δεν είναι άσχετη με το μήκος.

Σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις θα επιχειρούσα να αποδώσω το επίμαχο χωρίο ως εξής: η τραγωδία και το έπος διαφέρουν επιπλέον και ως προς την έκταση· η πρώτη επιχειρεί, όσο της είναι δυνατό, να περιορίσει τον χρόνο της δράσης σε μια περίοδο του ήλιου ή να μην υπερβεί το όριο αυτό αισθητά[22] [και η έκτασή της είναι ανάλογα περιορισμένη], ενώ το έπος διαθέτει απεριόριστο πλασματικό χρόνο [και η έκτασή του είναι αντίστοιχα μεγάλη], και ως προς αυτό το σημείο διαφέρουν, μολονότι αρχικά ο πλασματικός χρόνος, τόσο στην τραγωδία όσο και στο έπος, ήταν το ίδιο απροσδιόριστος.

Η προτεινόμενη λύση δεν είναι εντελώς καινούργια· έχει υποστηριχτεί σε γενικές γραμμές ήδη από τον Bywater,[23] τον οποίον όμως παρερμήνευσε η σύγχρονη έρευνα. Πραγματικά, η διατύπωση «the two things (εννοεί το μήκος και τον χρόνο) are so closely connected that the one may serve to explain the other» ήταν εύκολο να οδηγήσει στην παρανόηση ότι όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση ενός ποιήματος τόσο μεγαλύτερος είναι και ο πλασματικός του χρόνος. Έτσι ο Lucas π.χ. προσάγει ως ανατρεπτικό επιχείρημα για μια τέτοια αντίληψη το χωρίο Ω 784 της Ιλιάδας, όπου ένας στίχος αναφέρεται σε διάστημα εννέα ημερών. Είναι, ωστόσο, πασίγνωστο ότι στο έπος νεκροί χρόνοι μπορούν να καλύπτονται με λίγους στίχους, και θα ήταν υπερβολικό να καταλογίσουμε μια τόσο χονδροειδή άγνοια στον Αριστοτέλη ή τον Bywater. Η ερμηνεία πρέπει να ξεκινήσει, όπως έγινε πιο πάνω, από την υπόθεση ότι ο Αριστοτέλης είχε υπόψη του αντιπροσωπευτικά δείγματα των δύο λογοτεχνικών ειδών (π.χ. την Ιλιάδα και τον Οιδίποδα Τύραννο), προκειμένου να διαπιστώσει τη σχέση μήκους και χρόνου, καθώς επίσης ότι αντιμετώπισε τα έργα στο σύνολό τους, και όχι στην επιμέρους χρονική οργάνωσή τους, όπως κάνει ο Lucas.

Υπολείπεται να απαντηθεί το ερώτημα αν ο Αριστοτέλης με το χωρίο αυτό θεσπίζει έναν απαράβατο δραματουργικό κανόνα, όπως πίστεψαν αρκετοί, θεωρητικοί του δράματος και θεατρικοί συγγραφείς. Καταρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι η παρατήρηση του φιλοσόφου σχετικά με το μήκος και τον πλασματικό χρόνο εντάσσεται στις υπόλοιπες διαφορές ανάμεσα στα δύο λογοτεχνικά είδη, οι όποιες είναι απόλυτα σαφείς και αναμφισβήτητες. Δεν επιτρέπεται, επομένως, να μιλούμε για απλή ή περιθωριακή διαπίστωση, όπως συχνά έχει υποστηριχτεί, αφού οι άλλες διαφορές αποτελούν καθοριστικά κριτήρια και δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι αυτό που προστίθεται με το ἔτι δὲ δεν είναι ισότιμο με τις διαφορές αυτές. Από την άλλη πλευρά πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι ο Αριστοτέλης στο σημείο αυτό δεν συμβουλεύει πώς πρέπει να γράφεται μια καλή τραγωδία (πρβ. την προγραμματική του δήλωση 1447a 8-9), αλλά προβαίνει στις παρατηρήσεις του εμπειρικά με βάση τις τότε γνωστές τραγωδίες, που τις εξετάζει γενικά αφήνοντας κάποια περιθώρια για αποκλίσεις, όπως προδίδει η προσεκτική διατύπωση: ὅτι μάλιστα πειρᾶται…, ἢ μικρὸν ἐξαλλάττειν. Το αρχαίο δράμα παριστάνει γεγονότα που κατά κανόνα διαρκούν μία ημέρα, όταν όμως αποκλίνει από αυτό το όριο, τότε η απόκλιση είναι περιορισμένη (μικρόν!), έτσι ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση με τον απροσδιόριστο χρόνο του έπους. Πώς το κατορθώνει αυτό η κλασική τραγωδία μπορούμε να το καταλάβουμε από τον ψόγο του Αριστοτέλη εναντίον του Αγάθωνα ότι δραματοποιεί ποικίλα γεγονότα και προτιμά το πολύμυθον: σημεῖον δέ, ὅσοι πέρσιν Ἰλίου ὅλην ἐποίησαν καὶ μὴ κατὰ μέρος ὥσπερ Ευριπίδης,<> Νιόβην καὶ μὴ ὥσπερ Αἰσχύλος, ἢ ἐκπίπτουσιν ἢ κακῶς ἀγωνίζονται. ἐπεὶ καὶ Ἀγάθων ἐξέπεσεν ἐν τούτῳ μόνῳ (1456a 15-19). Θα λέγαμε ότι ο Αγάθων με αυτόν τον τρόπο πλησιάζει το έπος, ενώ ο Αριστοτέλης επιμένει στην αναγκαιότητα να δραματοποιείται μια ενιαία πράξη, γεγονός που εξασφαλίζει κατά κανόνα την ενότητα του χρόνου. Εδώ σημειώνουμε, πάντως, ότι αυτή η αριστοτελική άποψη για τον πλασματικό χρόνο εντάσσει την αρχαία τραγωδία στον τύπο του δράματος που η σύγχρονη θεατρολογική έρευνα, σε αντίθεση με το δράμα ανοιχτής μορφής, το ονόμασε δράμα κλειστής μορφής. Τα αναγνωριστικά χαρακτηριστικά του είναι:

  • σύλληψη του χρόνου: ευθύγραμμη-δυναμική·
  • προϊστορία του δράματος: εκτενής·
  • ένταση: διατρέχει όλο το έργο ως την τελική λύση του·
  • ρυθμός: γοργή εξέλιξη·
  • πλασματικός χρόνος: περιορισμένος.

Τα χαρακτηριστικά αυτά ανταποκρίνονται απόλυτα στην αριστοτελική σύλληψη. Πράγματι, η προϋπόθεση ότι κάθε έργο πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, καθώς και η αξίωση τα δραματοποιημένα γεγονότα να έχουν όχι απλώς χρονική αλλά αιτιολογική αλληλουχία, σύμφωνα με τους νόμους της αναγκαιότητας ή της πιθανότητας, αποδεικνύουν τη γραμμική εξέλιξη της πλοκής, ενώ η απαίτηση για παρουσίαση των γεγονότων εκείνων που συντελούν στη μεταβολή από την ευτυχία στη δυστυχία ή αντίστροφα φανερώνουν τη δυναμικότητα του χρόνου, ο οποίος επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη ζωή του ανθρώπου. Αυτός ο περιορισμός στην κρίσιμη φάση της μεταβολής προϋποθέτει αναγκαστικά τον λεπτομερή κατατοπισμό του θεατή για την προϊστορία, από την οποία πηγάζει η δραματική σύγκρουση. Αν η προκαταβολική γνώση του μύθου από τον θεατή συνεπάγεται έναν διαφορετικό χειρισμό των προδραματικών γεγονότων στην περίπτωση του αρχαίου δράματος, αυτό είναι άλλο θέμα, που οπωσδήποτε θα άξιζε να μελετηθεί. Άξιος μελέτης θα ήταν επίσης και ο τρόπος δημιουργίας έντασης σε ένα θέμα που οι βασικές του γραμμές είναι γνωστές και δεσμευτικά σεβαστές από τον ποιητή, σε αντίθεση με το νεότερο δράμα, όπου η πρωτοτυπία του θέματος συνεπάγεται αναπόφευκτα κάποια εναγώνια προσμονή από την πλευρά του θεατή. Τέλος, ο περιορισμένος πλασματικός χρόνος και ο γοργός ρυθμός αποτελούν χαρακτηριστικά όχι άγνωστα στην αριστοτελική Ποιητική. Στον πλασματικό χρόνο αναφερθήκαμε διεξοδικά πιο πάνω. Σχετικά με τον ρυθμό αρκετά εύγλωττο είναι το χωρίο 1462a 18-b 3 με τη σύγκριση του Οιδίποδα Τυράννου και της Ιλιάδας, πού παραθέσαμε παραπάνω (σ. 96). Εκεί δεν γίνεται, βέβαια, ρητή αναφορά στον ρυθμό, αλλά είναι προφανές ότι ενδεχόμενη διεύρυνση της σύντομης και σύντονης δράσης του Οιδίποδα Τυράννου σε οκταπλάσια περίπου έκταση θα προκαλούσε μια επιβράδυνση που θα αποδυνάμωνε αισθητά τη δραστικότητά του.

Από την ερμηνεία που προηγήθηκε γίνεται φανερό ότι στο πέμπτο κεφάλαιο της Ποιητικής εισάγεται για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής κριτικής η διαφορά στην έκταση του πλασματικού χρόνου ως κριτήριο διαχωρισμού ανάμεσα στο έπος και την τραγωδία παράλληλα με τις διαφορές τους στο μέτρο, το μήκος και τον τρόπο εκτέλεσης. Προς αποφυγήν παρανοήσεων πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διαφορά στο μήκος και τον πλασματικό χρόνο ανάμεσα στο έπος και την τραγωδία είναι ειδολογική, και όχι ζήτημα αναλογικής σχέσης. Ότι έτσι έχουν τα πράγματα το δείχνει το γεγονός ότι τα Κύπρια, μολονότι είναι αισθητώς μικρότερα σε έκταση από ό,τι η Iλιάδα, καλύπτουν απείρως μεγαλύτερο πλασματικό χρόνο από το εν λόγω ομηρικό έπος. Επιπλέον, όπως είδαμε, ο Αριστοτέλης προβαίνει σε μια κανονιστική προδιαγραφή σε σχέση με το μήκος του έπους, κάτι που αποδεικνύει ότι θεωρεί τη διαφορά του μήκους ειδοποιό ειδολογικό γνώρισμα. Από την άλλη πλευρά πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ο Αριστοτέλης με τη διαφορά αυτή δεν εισάγει τον απαράβατο κανόνα της ενότητας του χρόνου αλλά ένα αναγνωριστικό χαρακτηριστικό που βασίζεται στην αντιδιαστολή του περιορισμένου χρόνου, που είναι φυσικό να προϋποθέτει μια ενιαία πράξη με κέντρο την κρίσιμη φάση της μεταβολής, προς το πολύμυθο και επεισοδιώδες έπος. Αν η διατύπωση του Αριστοτέλη επιτρέπει τη συναγωγή του νόμου της ενότητας του χρόνου, είναι ένα ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας: ο ίδιος ο Αριστοτέλης, ο οποίος βασίζει τις εμπειρικές του παρατηρήσεις στο σύνολο της γνωστής του λογοτεχνικής παραγωγής, δεν διατύπωσε ρητά έναν τέτοιο νόμο. Καταδικάζοντας ο φιλόσοφος τα έργα του Αγάθωνα, που προϋποθέτουν μίξη των λογοτεχνικών ειδών, προκρίνει προφανώς το δράμα κλειστής μορφής.

Ο αναγνώστης που επιθυμεί να εντρυφήσει στο θέμα της "ενότητας του χρόνου" στην αρχαία ελληνική τραγωδία μπορεί να συμβουλευθεί και τη διατριβή μου «Η ενότητα του χρόνου στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Συμβολή στη διερεύνηση της τραγικής τεχνικής».

19 Aristotle "Poetics" (Οξφόρδη 1968).

20 Aristotle's "Poetics". The Argument (Καίμπριτζ Μασσ. 1957).

21 Η αποδοχή της λειτουργίας ενός συνειρμού στο σημείο αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί παράτολμη, αν ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη φύση του κειμένου. Διδακτικό προς την κατεύθυνση αυτή είναι το χωρίο 1449a 19-20: ἔτι δὲ τὸ μέγεθος· ἐκ μικρῶν μύθων καὶ λέξεως γελοίας διὰ τὸ ἐκ σατυρικοῦ μεταβαλεῖν ὀψὲ ἀπεσεμνύνθη. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί αρχικά τη λέξη μέγεθος με την καθαρά ποσοτική της σημασία ως συνώνυμη δηλαδή της λέξης μῆκος (πρβ. π.χ. 1450b 25 και 1451a 15) και γι' αυτό αναφέρεται στις σύντομες υποθέσεις της πρώιμης τραγωδίας. Στη συνέχεια όμως και χωρίς καμιά προειδοποίηση χρησιμοποιεί τη λέξη με τη σημασία «μεγαλοπρέπεια», «σοβαρότητα», όπως φανερώνει αναμφισβήτητα η παρουσία του ἀπεσεμνύνθη. Φυσικά, πρέπει να υπογραμμίσουμε, για να αποφευχθούν ενδεχόμενες παρανοήσεις, ότι εδώ ο συνειρμός διευκολύνεται από το γεγονός ότι η λέξη μέγεθος είναι αμφίσημη, πράγμα που δεν συμβαίνει με τη λέξη μῆκος στο πέμπτο κεφάλαιο, όπου πρόκειται για συνειρμό άλλης τάξεως.

22 Ο Αριστοτέλης ψέγει τους ποιητές εκείνους που καθιστούν αντικείμενο του έργου τους τη ζωή ενός ήρωα, λ.χ. του Ηρακλή ή του Θησέα, γιατί πολλά μπορούν να συμβούν σε κάποιο άτομο, τα οποία δεν συγκροτούν μια ενότητα (όγδοο κεφάλαιο). Γίνεται, επομένως, φανερό ότι το δράμα αξιοποιεί ποιητικά ένα κρίσιμο γεγονός στη ζωή ενός προσώπου, γεγονός που επιφέρει μεταβολή προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Αυτό το γεγονός συμβαίνει, κατά κανόνα (πειρᾶται), στο πλαίσιο μιας ημέρας. Το παράδειγμα του Ηρακλή στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, όπου ο ήρωας μετατρέπεται σε ελάχιστο χρονικά διάστημα, εξαιτίας της παρέμβασης της Ήρας, από σωτήρας σε θύτη της ίδιας του της οικογένειας, είναι άκρως διαφωτιστικό προς την κατεύθυνση αυτή. Η τραγωδία, επομένως, παρουσιάζει την ώρα της καμπής προς την πτώση, και αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής.

23 Aristotle on the "Art of Poetry" (Οξφόρδη 1909).