Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Τραγωδία

του Δανιήλ Ιακώβ

Β3. Η διαμόρφωση του τέλους

Σύμφωνα με το δωδέκατο κεφάλαιο της αριστοτελικής Ποιητικής, έξοδος καλείται το μέρος εκείνο της τραγωδίας μετά το οποίο δεν ακολουθεί στάσιμο. Κυριολεκτικά όμως ο όρος δηλώνει την έξοδο του Χορού από την ορχήστρα σε βαδιστικούς, κατά κανόνα, αναπαίστους, οι οποίοι σηματοδοτούν το τέλος του έργου (διαφορετικό είναι το μέτρο του τέλους στον σοφόκλειο Οιδίποδα Τύραννο, καθώς και στον Ίωνα και τις Τρωάδες του Ευριπίδη). Ωστόσο, η ποικιλία των μορφών που προσλαμβάνει το τέλος μιας τραγωδίας καθιστά προσφορότερη τη χρήση του ευρύτερου όρου «ολοκλήρωση» ή «κλείσιμο», και αυτός ο όρος έχει παγιωθεί στην αγγλοσαξονική έρευνα, η οποία κάνει λόγο για closure.

Στον Ευριπίδη το τέλος προσλαμβάνει κάποτε τυπική μορφή. Πέντε δράματα (Άλκηστη, Μήδεια [με παραλλαγήτου πρώτου στίχου], Ανδρομάχη, Ελένη, Βάκχες) ολοκληρώνονται με πανομοιότυπο τρόπο, κάτι που προκάλεσε την υποψία των μελετητών σχετικά με τη γνησιότητα των εν λόγω στίχων: «Πολλές είναι οι μορφές του θείου. Και αυτό που προσδοκούσε κάποιος δεν πραγματοποιήθηκε, ενώ ο θεός βρήκε διέξοδο για το απροσδόκητο. Έτσι τελείωσε και αυτή η ιστορία». Σε τρία άλλα δράματα του Ευριπίδη (Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Φοίνισσες, Ορέστης) απαντά μια εξωδραματική αποστροφή προς την προσωποποιημένη Νίκη με την ευχή να στεφανώσει το έργο που παραστάθηκε, πράγμα που ανακαλεί την πρακτική της αριστοφανικής κωμωδίας (Αχαρνείς, Όρνιθες, Λυσιστράτη, Εκκλησιάζουσες). Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρήσουμε -παραβλέποντας αυτό το εξωδραματικό και αποκομμένο από τη δράση τέλος- μια κατηγοριοποίηση του τραγικού κλεισίματος σε δύο τύπους με βάση μια ευρεία δειγματοληψία.

Ένας τύπος ολοκλήρωσης εκπροσωπείται από τον σοφόκλειο Οιδίποδα Τύραννο. Το τελευταίο στάσιμο της τραγωδίας ακολουθείται από τη ρήση του εξαγγέλου, ο οποίος εκθέτει όσα συνέβησαν στον εξωσκηνικό χώρο (αυτοκτονία της Ιοκάστης, αυτοτύφλωση του Οιδίποδα). Στη συνέχεια εμφανίζεται ο Οιδίπους (ενδεχομένως με κατάλληλα τροποποιημένο προσωπείο), ο οποίος μετατρέπει σε οικτρό θέαμα τα λόγια της αγγελικής ρήσης. Ακολουθεί ένα αμοιβαίο, όπου ο ήρωας ελεεινολογεί τη μοίρα του και στην επόμενη ρήση δικαιολογεί και ερμηνεύει τις πράξεις του. Σε μια τρίτη σκηνή συνομιλεί με τον Κρέοντα και του εμπιστεύεται το μέλλον των θυγατέρων του. Η τραγωδία κλείνει με ένα γνωμικό του Χορού: «Ιδού ο παντοδύναμος Οιδίπους, αυτός που έλυσε το περίφημο αίνιγμα και τώρα βρίσκεται στη δίνη της συμφοράς. Γι' αυτό ευτυχισμένος πρέπει να θεωρείται όποιος τελειώνει τη ζωή του χωρίς να υποστεί κάτι επώδυνο» (1524 κ.ε.). Αυτός ο τύπος μπορεί να χαρακτηριστεί «επιδεικτικός» (πρβ. το «ιδού» στο χωρίο του Οιδίποδα Τυράννου), με την έννοια ότι εκθέτει έκτυπα στα μάτια των θεατών την ανθρώπινη κατάσταση και δείχνει πόσο ευμετάβολη και ευάλωτη είναι.

Ένας δεύτερος τύπος ολοκλήρωσης απαρτιώνει τη δράση προσφέροντας κάποια λύση. Στον σοφόκλειο Αίαντα ο Μενέλαος αρνείται την ταφή του αυτόχειρα ήρωα. Ακολουθεί ένα στάσιμο στο τέλος του οποίου εμφανίζεται ο Αγαμέμνων, ο οποίος επίσης διαφωνεί με την ταφή. Τελικά ο Οδυσσέας, ο οποίος γνώρισε στον πρόλογο του έργου από κοντά την έσχατη ταπείνωση του γενναίου πολεμιστή, επιβάλλει την άποψή του, και αποφασίζεται η ταφή του ήρωα. Ωστόσο, και από αυτόν τον τύπο ολοκλήρωσης δεν απουσιάζουν τελείως στοιχεία από τον πρώτο τύπο, όπως η επί σκηνής παρουσία του πτώματος του ήρωα. Ο πρώτος τύπος μάλιστα υπερτερεί συντριπτικά σε σύγκριση με τον δεύτερο, αν λάβουμε υπόψη ότι στον Αισχύλο, με εξαίρεση τον Προμηθέα Δεσμώτη, η πατρότητα του οποίου αμφισβητείται, ο δεύτερος τύπος απαντά μόνο στις Ευμενίδες, ενώ στον Σοφοκλή τον συναντούμε στον Αίαντα, την Ηλέκτρα και τον Φιλοκτήτη. Στον Ευριπίδη απαντά στους Ηρακλείδες, την Εκάβη, την Ηλέκτρα, τον Ηρακλή, τις Τρωάδες, τον Ίωνα, την Ιφιγένεια την εν Ταύροις, την Ελένηκαι τον Ορέστη.

Μερικά πρόσωπα εμφανίζονται μόνο στο τελευταίο μέρος του δράματος: ο Αίγισθος στον αισχύλειο Αγαμέμνονα, η Ευρυδίκη στη σοφόκλεια Αντιγόνη και ο Οιδίπους στις ευριπίδειες Φοίνισσες. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποιητής επιθυμεί να ενημερώσει με πληρότητα τον θεατή για την τύχη των άλλων προσώπων της παρασυζυγικής σχέσης ή της οικογένειας. Στα άπαξ εμφανιζόμενα πρόσωπα συγκαταλέγεται και ο από μηχανής θεός, ο οποίος προφητεύει το εκτός δράματος μέλλον των προσώπων, καθώς και των συγγενών ή των απογόνων τους, καθιερώνει κάποιο έθιμο, θεσμό ή λατρεία, ερμηνεύει ένα τοπωνύμιο και προσφέρει λύση σε μια αδιέξοδη κατάσταση. Η εμφάνισή του μπορεί να αναγγέλλεται ή να πραγματοποιείται αιφνίδια, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τον Ηρακλή στον σοφόκλειο Φιλοκτήτη, με την Άρτεμη στον Ιππόλυτο και την Αθηνά στις Ικέτιδες ή τον Απόλλωνα στον Ορέστη του Ευριπίδη. Στον Ευριπίδη η μόνη επικοινωνία από μηχανής θεού και θνητών αφορά τις ερωτήσεις που θέτουν στον Κάστορα τα αδέρφια μετά τη μητροκτονία στο τέλος της Ηλέκτρας. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι οι Διόσκουροι είναι παιδιά μιας θνητής, της Λήδας, και από αυτή την άποψη βρίσκονται πιο κοντά στους ανθρώπους. Κάποτε η προφητεία μεταδίδεται έμμεσα από κάποιον θνητό, ο οποίος την έχει παραλάβει από έναν θεό. Έτσι, ο Οιδίπους στο τέλος των ευριπίδειων Φοινισσών γνωρίζει από χρησμό του Απόλλωνα ότι θα πεθάνει στον αθηναϊκό Κολωνό, ενώ ο τυφλωμένος Πολυμήστωρ μνημονεύει χρησμούς του Διονύσου για τον θάνατο της Εκάβης και του Αγαμέμνονα στο τέλος της Εκάβης. Επιπλέον, ο ετοιμοθάνατος Οιδίπους στο τέλος του σοφόκλειου Οιδίποδα επί Κολωνώ και ο καταδικασμένος σε θάνατο Ευρυσθέας στο τέλος των ευριπίδειων Ηρακλειδών δηλώνουν ότι ο τάφος τους θα γίνει προστατευτική εστία για την Αθήνα. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι Βάκχες, όπου ο Διόνυσος είναι παρών με την ανθρώπινη ή τη θεϊκή του μορφή σε ολόκληρη την τραγωδία.

Στους Πέρσες του Αισχύλου μετά το στάσιμο των στίχων 852-906 ακολουθεί η είσοδος του ηττημένου Ξέρξη με σκισμένα τα ενδύματά του σε ένδειξη έσχατης απόγνωσης και θλίψης. Η Άτοσσα είχε δει στο ανησυχητικό όνειρό της τον γιο της να σχίζει τα ρούχα του, και ο αγγελιοφόρος υπογράμμισε ότι ο βασιλιάς, αντικρίζοντας τη συντριβή του στόλου του στη Σαλαμίνα, έσκισε τα ρούχα του. Αυτό που είχε δηλωθεί μόνο φραστικά, τώρα παρουσιάζεται με τρόπο απτό χάρη στην είσοδο του βασιλιά, και έτσι η ολοκλήρωση προσλαμβάνει «επιδεικτικό» χαρακτήρα: «Ιδού ο ηττημένος, ο ταπεινωμένος μεγάλος βασιλέας!». Το πάθος της σκηνής κορυφώνεται με τις αλλεπάλληλες ερωταποκρίσεις ανάμεσα στον Χορό και τον Ξέρξη, με τη ρητορική των επαναλήψεων και τα θρηνητικά επιφωνήματα. Όλα κατατείνουν σε ένα ατελεύτητο μοιρολόι, που φαίνεται ότι αποτέλεσε το πρότυπο παρόμοιων «επιδεικτικών» σκηνών. Αξίζει, πάντως, να σημειώσουμε ότι, πριν από την εμφάνιση του Ξέρξη, ο Αισχύλος χρησιμοποιεί δύο στοιχεία που υποδηλώνουν σημειολογικά, κυρίως στην ευριπίδεια τραγωδία, ότι το έργο έφτασε στο τέλος του: πρόκειται αφενός για το γνωμικό που διατυπώνει το φάντασμα του νεκρού Δαρείου, σύμφωνα με το οποίο η υπερφίαλη συμπεριφορά τιμωρείται, και αφετέρου για την προφητεία, σύμφωνα με την οποία μια ήττα στις Πλαταιές περιμένει ακόμη τον λαό του. Ο ποιητής, ωστόσο, προτίμησε να κλείσει το έργο θρηνητικά, και όχι στοχαστικά, δίνοντας προτεραιότητα στην «επίδειξη» έναντι της νηφάλιας φιλοσοφικής σκέψης.

Το τέλος των Επτά είναι επίσης «επιδεικτικό», καθώς τα άψυχα σώματα των γιων του Οιδίποδα εισάγονται στη σκηνή και εμφανίζονται οι δύο αδερφές τους, η Αντιγόνη και η Ισμήνη. Βέβαια, η γνησιότητα του τέλους του έργου έχει αμφισβητηθεί, αλλά, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε μια διαφορά με τη σκηνή των Περσών: ενώ στο αρχαιότερο δράμα επικρατεί ο Χορός έναντι του Ξέρξη, εδώ προτεραιότητα παραχωρείται στα πρόσωπα που συνδέονται με στενούς συγγενικούς δεσμούς με τους νεκρούς πρωταγωνιστές της σύγκρουσης. Παράλληλα προδιαγράφεται αδρά -αν δεν πρόκειται για παρεμβολή του διασκευαστή- το μέλλον της Αντιγόνης, ενώ οι Πέρσες ολοκληρώνονται μόνο με τον θρήνο.

Στον Αγαμέμνονα η εξέλιξη στη διαμόρφωση της ολοκλήρωσης είναι εμφανής. Η πλοκή εισέρχεται στο τελευταίο της στάδιο με τις κραυγές του θανάσιμα πληγωμένου βασιλιά. Ο Χορός αντιδρά, όχι όμως συλλογικά, καθώς κάθε μέλος εκφέρει ξεχωριστά τη γνώμη του για την προσφορότερη αντιμετώπιση της κρίσιμης κατάστασης. Τελικά εμφανίζεται η Κλυταιμήστρα πάνω στο εκκύκλημα περιστοιχισμένη από τα πτώματα της Κασσάνδρας και του Αγαμέμνονα. Σε ένα ιδιότυπο είδος αγγελικής ρήσης περιγράφει η ίδια πώς κατάφερε το θανάσιμο πλήγμα και επιχειρηματολογεί για να δικαιολογήσει την πράξη της επικαλούμενη, μεταξύ των άλλων, την κατάρα που βαραίνει τον οίκο των Ατρειδών. Ο Χορός προεξαγγέλλει το μέλλον αναφερόμενος στον εξόριστο Ορέστη. Με τον τρόπο αυτόν ο θρήνος των παλαιότερων δραμάτων έχει μετατραπεί σε συγκροτημένο λόγο με επιχειρήματα. Στις Χοηφόρες ο Ορέστης, μετά τη δολοφονία του Αιγίσθου και τη μητροκτονία, επιχειρεί επίσης να δικαιολογήσει την πράξη του, αλλά η παρέμβασή του είναι συνοπτικότερη σε σύγκριση με το προηγούμενο δράμα, ενώ καταλαμβάνεται από μανία, καθώς τον καταδιώκουν οι Ερινύες. Ο Χορός τον κατευοδώνει με ευχές για το ταξίδι του στους Δελφούς. Το δράμα ολοκληρώνεται με τους εξόδιους αναπαίστους του Χορού (1065-1076), ο οποίος αναρωτιέται πότε και πώς θα κλείσει αυτός ο κύκλος αίματος, προετοιμάζοντας έτσι το τελευταίο δράμα της τριλογίας. Ιδιότυπο είναι το τέλος των Ευμενίδων, γιατί το τελευταίο μέρος με την αντιπαράθεση Αθηνάς και Ερινύων και τη μεταμόρφωση των τελευταίων σε Ευμενίδες δεν χωρίζεται από στάσιμο από το υπόλοιπο δράμα, αλλά ακολουθεί αμέσως μετά την αθώωση του Ορέστη από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Η συμφιλίωση κλείνει το έργο, που, όπως επισημάνθηκε, είναι το μόνο που δεν παρουσιάζει «επιδεικτικό» τέλος.

Παρόμοιο είναι και το τέλος του Προμηθέα Δεσμώτη: ο ήρωας αρνείται να αποκαλύψει στον Δία το μυστικό που κατέχει, με αποτέλεσμα στο τέλος του δράματος να τιμωρηθεί σκληρά. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ολόκληρο το έργο είναι μια «επίδειξη» των ατελεύτητων ταλαιπωριών του Τιτάνα, οι οποίες αρχίζουν με την καθήλωσή του στον Καύκασο και τελειώνουν με την τιμωρία του.

Στον Σοφοκλή οι Τραχίνιες και ο Οιδίπους Τύραννος μοιάζουν ως προς το γεγονός ότι στο τέλος του έργου παρουσιάζουν δύο βασανισμένους ήρωες, τον Ηρακλή με αφόρητους πόνους και τον τυφλωμένο Οιδίποδα αντιστοίχως. Και οι δύο δυστυχισμένοι πρωταγωνιστές εκφράζουν την τελευταία επιθυμία τους, ο ένας προς τον γιο του Ύλλο, ο άλλος προς τον Κρέοντα, στον οποίο εμπιστεύεται την τύχη των θυγατέρων του. Από μορφολογική άποψη, ωστόσο, διαφέρουν: στις Τραχίνιες απουσιάζει πριν από την είσοδο του Ηρακλή η αγγελική ρήση. Ο λόγος είναι ότι την τύχη του Ηρακλή αφηγήθηκε νωρίτερα ο Ύλλος στη μητέρα του, γεγονός που οδηγεί τη Δηιάνειρα στην αυτοκτονία, την οποία θα περιγράψει η τροφός. Ύστερα από ένα σύντομο στάσιμο ακολουθεί η μεταφορά του βυθισμένου σε λήθαργο Ηρακλή πάνω σε φορείο, ενώ στον Οιδίποδα Τύραννο, μετά την αγγελία της αυτοκτονίας της Ιοκάστης και της συνακόλουθης αυτοτύφλωσης του Οιδίποδα, μεσολαβούν μερικοί αναπαιστικοί στίχοι του Χορού, και ακολουθεί η είσοδος του ήρωα, που προχωρεί, χωρίς το φως των ματιών του, ψηλαφητά. Με άλλα λόγια, η συνεκτική εξωσκηνική δράση στον ίδιο χώρο (αυτοκτονία-αυτοτύφλωση μέσα στο παλάτι) ευνοεί στον Οιδίποδα Τύραννο μια αγγελική ρήση, ενώ στις Τραχίνιες η διαφορά των εξωσκηνικών χώρων (Εύβοια, Τραχίνα) αφενός και η αιτιώδης σχέση των γεγονότων (δολοφονική δράση του χρισμένου ρούχου - αυτοκτονία της Δηιάνειρας) αφετέρου οδηγούν στον διπλασιασμό των αγγελικών ρήσεων και συνακόλουθα στην παράλειψη της αγγελικής ρήσης πριν από την εμφάνιση του Ηρακλή.

Στην Αντιγόνη το τελευταίο μέρος εισάγεται με αγγελική ρήση, η οποία περιγράφει στον Χορό και την Ευρυδίκη τα εξωσκηνικά γεγονότα, και ειδικότερα την αυτοκτονία Αντιγόνης και Αίμονα, είδηση που θα προκαλέσει τον αυτοχειριασμό της μητέρας του Αίμονα. Ακολουθούν αναπαιστικοί στίχοι του Χορού που αντιδρά στις δυσάρεστες ειδήσεις και η εμφάνιση του συντετριμμένου και έρημου από συγγενείς Κρέοντα. Παρόμοιο σχήμα (αγγελική ρήση - αναπαιστική αντίδραση του Χορού - εμφάνιση του πρωταγωνιστή) εφαρμόζει ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα Τύραννο και στον Οιδίποδα επί Κολωνώ.

Ο Αίας, η Ηλέκτρα και ο Φιλοκτήτης ανήκουν στα σοφόκλεια έργα που ολοκληρώνουν τη δράση χωρίς «επίδειξη». Στην Ηλέκτρα μετά το σύντομο στάσιμο (1384-1397) ακολουθεί ένα λυρικό μέρος που αποτυπώνει την αντίδραση του Χορού στη μητροκτονία, και στη συνέχεια εισέρχεται ο Ορέστης και οδηγεί τον Αίγισθο στο παλάτι για να τον σκοτώσει. Το έργο θα μπορούσε να τελειώσει, όπως ο αισχύλειος Αγαμέμνων, με μια «επίδειξη» των θυμάτων της εκδίκησης, αλλά ο ποιητής σπεύδει να κλείσει το έργο με τρεις στίχους του Χορού. Δεν είναι σαφές αν ο τραγικός επιθυμούσε ο θεατής να συμπληρώσει το τέλος του έργου με βάση τις Χοηφόρες του Αισχύλου ή την Ηλέκτρα του Ευριπίδη -με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι αυτή είχε προηγηθεί από το ομόθεμο δράμα του Σοφοκλή- ή γενικότερα με βάση τη μυθική παράδοση, όπως έχει υποστηριχθεί από ορισμένους μελετητές. Η εντύπωση που αποκομίζουμε είναι ότι το έργο τελειώνει με την έκφραση θριάμβου και ανακούφισης από την τυραννία των σφετεριστών του θρόνου του Αγαμέμνονα και δολοφόνων του βασιλιά. Στον Φιλοκτήτη ένα αμοιβαίο, ο διάλογος μεταξύ του ομώνυμου ήρωα και του Χορού, αναλαμβάνει τον ρόλο του στασίμου και εισάγει το τέλος του έργου. Ο Φιλοκτήτης, το τόξο του οποίου βρίσκεται στα χέρια του Νεοπτόλεμου, περιγράφει σε δραματικούς τόνους τη σκληρή ζωή που τον περιμένει στην ερημική Λήμνο χωρίς τη βοήθεια του μόνου όπλου που διαθέτει. Ακολουθούν τρεις ενότητες που καταλήγουν στην αίσια έκβαση: ο Νεοπτόλεμος αποφασίζει να επιστρέψει το τόξο στον Φιλοκτήτη και σε μια επόμενη κίνηση επιχειρεί να πείσει τον ήρωα να τον ακολουθήσει. Εκείνος επιμένει πεισματικά στην άρνησή του, οπότε εμφανίζεται από μηχανής ο Ηρακλής και πείθει τον ήρωα να μεταβεί στην Τροία, όπου, εκτός από την εξασφάλιση της δόξας, πρόκειται να θεραπευθεί από την ανίατη πληγή του.

Στη Μήδεια του Ευριπίδη μετά το στάσιμο ακολουθούν η παιδοκτονία και η αντίδραση του Χορού στην κραυγή των πληγωμένων παιδιών, όπως συμβαίνει με τον φόνο του βασιλιά στον αισχύλειο Αγαμέμνονα και τη μητροκτονία στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, ενώ απουσιάζει η αγγελική ρήση. Στη συνέχεια εισέρχεται ο Ιάσων, και εμφανίζεται πάνω στο άρμα του Ήλιου η Μήδεια περιστοιχισμένη από τα νεκρά παιδιά της. Ακολουθεί μια αντιπαράθεση των συζύγων, στην οποία θριαμβεύει η ηρωίδα, και το έργο κλείνει με τους καθιερωμένους αναπαίστους. Η «επίδειξη» των σκοτωμένων παιδιών και η πλήρης αδυναμία παρέμβασης εκ μέρους του Ιάσονα αποτελούν τον στόχο της ολοκλήρωσης του δράματος.

Στον Ιππόλυτο μετά το τελευταίο στάσιμο ακολουθεί η αγγελική ρήση που περιγράφει το ατύχημα του άρματος του ήρωα. Ο Χορός αντιδρά με ένα λυρικό αστροφικό άσμα, και στη συνέχεια προκαλεί έκπληξη όχι η αναμενόμενη είσοδος του θανάσιμα τραυματισμένου Ιππολύτου αλλά η από μηχανής εμφάνιση της Άρτεμης. Κατά τη συζήτηση πατέρα και γιου δίνονται οι απαραίτητες διευκρινήσεις από τη θεά.

Στον Ηρακλή το τελευταίο μέρος του έργου αρχίζει, μετά το στάσιμο, με μια εκτενή αγγελική ρήση (909-1015), που περιγράφει τη μανία του ήρωα και την εξόντωση της οικογένειάς του, εκτός από τον Αμφιτρύωνα. Ακολουθούν η αντίδραση του Χορού και ο θρήνος, στον οποίο δεν μετέχει ο πρωταγωνιστής, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, αλλά ο πατέρας του. Με τους στίχους 1088 κ.ε. ο Ηρακλής συνέρχεται και, αναγνωρίζοντας τη φρικτή πράξη του, αποφασίζει να αυτοκτονήσει, αλλά, χάρη στη φιλική παρέμβαση του Θησέα, ανακαλεί την απόφασή του και αναχωρεί μαζί του για την Αθήνα. Έτσι το δράμα καταλήγει σε μια λύση για τον πονεμένο ήρωα, αν και η σκηνή με το εκκύκλημα η οποία παρουσιάζει τον Ηρακλή δεμένο σε έναν κίονα και περιστοιχισμένο από τα θύματά του είναι μια συνταρακτική σκηνή «επίδειξης», κάτι που δείχνει ότι ανεξάρτητα από την έκβαση οι δύο τύποι πλοκής (λύση και «επίδειξη»), ενδέχεται να διασταυρώνονται. Αυτό συμβαίνει ήδη στον σοφόκλειο Αίαντα, και μάλιστα εξαιρετικά πρώιμα, καθώς η Αθηνά στον πρόλογο παρουσιάζει στον Οδυσσέα τον ταπεινωμένο ήρωα υπό την επήρεια της μανίας, και το συμπέρασμα για την ευάλωτη ανθρώπινη κατάσταση εξάγεται στην αρχή του έργου. Από την άποψη αυτή θα δικαιούμασταν ίσως να ισχυριστούμε ότι εδώ απαντά μια αντιστροφή του τέλους ενός έργου με από μηχανής θεό και γνωμικό, όπως συμβαίνει, κατά κανόνα, στον Ευριπίδη.

Και οι Φοίνισσες (μετά το 411 και πιθανόν το 409 π.Χ.) περιέχουν, μετά το στάσιμο που καλύπτει τα εξωσκηνικά γεγονότα, μια εξαιρετικά εκτενή αγγελική ρήση (1356-1479). Με την εμφάνιση της Αντιγόνης που συνοδεύει τα πτώματα της μητέρας της και των αδερφών της ολοκληρώνεται το «επιδεικτικό» μέρος του έργου. Το τέλος είναι σύνθετο και ενδεχομένως ύποπτο για παρεμβολές, καθώς θίγει διάφορα θέματα από τον καταραμένο οίκο των Λαβδακιδών, μεταξύ των οποίων ο γάμος της Αντιγόνης με τον Αίμονα και το πρόβλημα της ταφής του Πολυνείκη. Τελικά ο Οιδίπους οδηγείται στην εξορία.

Στον Ίωνα (πιθανόν μετά το 415 π.Χ.) μετά το στάσιμο ακολουθεί επίσης η αγγελική ρήση του Παιδαγωγού, που περιγράφει την αποτυχημένη απόπειρα της Κρέουσας να δηλητηριάσει τον γιο της, τον οποίο εσφαλμένα θεωρεί γιο του συζύγου της, του Ξούθου. Μετά το αστροφικό άσμα του Χορού ακολουθεί η είσοδος της Κρέουσας, που έντρομη επιχειρεί, καταφεύγοντας στον βωμό του Απόλλωνα, να προστατευθεί από τον Ίωνα που την καταδιώκει για να τη σκοτώσει. Τελικά, χάρη στην παρέμβαση της Ιέρειας του ναού, η οποία λειτουργεί ως από μηχανής θεά (παρόμοια με τον Ηρακλή στην Άλκηστη ή τον Θησέα στον Ηρακλή) πραγματοποιείται ο αναγνωρισμός μητέρας και γιου, και η πλοκή οδηγείται στην αίσια λύση της.

Το τέλος της Ιφιγένειας της εν Ταύροις και της Ελένης μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους, γιατί είναι δράματα απόδρασης, η οποία επιτυγχάνεται με την εξαπάτηση του βασιλιά της Ταυρίδας και της Αιγύπτου αντίστοιχα. Ωστόσο, μετά την αγγελική ρήση εμφανίζεται ένας από μηχανής θεός (η Αθηνά και οι Διόσκουροι), ο οποίος προσφέρει τη λύση: η Ιφιγένεια μαζί με τον αδερφό της και τον Πυλάδη θα επιστρέψουν στην Ελλάδα (Ιφιγένεια η εν Ταύροις), και οι επανενωμένοι σύζυγοι θα νοστήσουν, ύστερα από 17 χρόνια χωρισμού, στη Σπάρτη, ενώ η Θεονόη, που με τη σιωπή της συνέργησε στην απόδραση του ζεύγους, θα γλιτώσει τις συνέπειες από την οργή του αδερφού της (Ελένη).

Η προηγούμενη δειγματοληψία έδειξε ότι οι δύο τύποι ολοκλήρωσης μιας τραγωδίας που διαπιστώθηκαν δεν εμφανίζονται αμιγείς, αλλά συχνά διαπλέκονται. Ότι ο «επιδεικτικός» τύπος υπερτερεί αριθμητικά σε σχέση με τη λύση μιας πλοκής είναι αναμενόμενο, γιατί ο βασικός στόχος μιας τραγωδίας δεν έγκειται στην εξεύρεση λύσεων αλλά στην παρουσίαση της ανθρώπινης κατάστασης και του ευμετάβολου χαρακτήρα της. Ειδικότερα, στον Ευριπίδη παρατηρούμε ότι από τα δράματα με λύση της πλοκής τα τρία (Ίων, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ελένη) έχουν θετική έκβαση με αναγνώριση και νόστο. Η Ηλέκτρα ολοκληρώνεται με μια ισορροπημένη λύση που προσφέρουν οι Διόσκουροι προβλέποντας το μέλλον των πρωταγωνιστών της μητροκτονίας. Η ηρωίδα θα παντρευτεί τον Πυλάδη, ενώ ο Ορέστης θα αθωωθεί από τον Άρειο Πάγο. Δεν απουσιάζει όμως και η τιμωρία τους: τα αδέρφια θα χωριστούν για πάντα και θα ζήσουν μακριά από την πατρίδα τους. Οι Τρωάδες κλείνουν με την αναχώρηση των Ελλήνων από την πυρπολημένη Τροία και παρουσιάζουν μια εντυπωσιακή ομοιότητα προς τον Προμηθέα Δεσμώτη. Και στα δύο δράματα αποδέκτης της δυστυχίας είναι ένα πρόσωπο (ο Τιτάνας, η Εκάβη), το οποίο γνωρίζει το μαρτύριο της απομόνωσης και της καθήλωσης στον Καύκασο ή πληροφορείται τις δυσάρεστες ειδήσεις για τον θάνατο αγαπημένων του συγγενών αντίστοιχα. Και ο σοφόκλειος Οιδίπους επί Κολωνώ έχει ένα κεντρικό πρόσωπο, τον ετοιμοθάνατο Οιδίποδα, που δέχεται στον Κολωνό τις επισκέψεις άλλων προσώπων. Ο Ηρακλής ολοκληρώνεται με τη μετάβαση του ήρωα στην Αθήνα και τη φιλική συμπαράσταση του Θησέα, αλλά η «επίδειξη» της δυστυχίας του γίνεται έντονα αισθητή με τη σκηνή του εκκυκλήματος και την αναγνώριση της φρικτής πράξης του, σκηνή που θυμίζει το τέλος των Βακχών με την αναγνώριση εκ μέρους της Αγαύης της κεφαλής του γιου της που είναι καρφωμένη στον θύρσο της. Βέβαια, ο Διόνυσος προλέγει το μέλλον του Κάδμου και της Αγαύης, αλλά αυτό δεν μειώνει στο ελάχιστο τις συνέπειες της μακάβριας αναγνώρισης, που αποτελεί στην ουσία την κορύφωση και υπό μία έννοια το τέλος του έργου. Οι Ηρακλείδες κλείνουν με την εκτέλεση του αιχμαλωτισμένου Ευρυσθέα, του βασανιστή και διώκτη του ίδιου του Ηρακλή και των απογόνων του. Στους Ηρακλείδες, πάντως, η έμφαση είναι περισσότερο πολιτική παρά στενά ανθρώπινη, όπως αποδεικνύει η έλλειψη πρωταγωνιστικού προσώπου. Πολιτικό είναι και το μήνυμα των Ικέτιδων, που τελειώνουν με ένα εντυπωσιακό επεισόδιο, τη ρίψη της Ευάδνης στη νεκρική πυρά του Καπανέα. Και εδώ όμως απουσιάζει ο ατομικός πρωταγωνιστής. Δεν εκπλήσσει, επομένως, η επιδίωξη μιας λύσης με την ολοκλήρωση του έργου. Τέλος, ο Ορέστης καταλήγει με τρόπο πιο θετικό από ό,τι η Ηλέκτρα, γιατί ο ήρωας θα παντρευτεί την Ερμιόνη, η εξορία του θα διαρκέσει μόνο έναν χρόνο και ύστερα θα βασιλέψει στο Άργος, ενώ η Ηλέκτρα θα παντρευτεί τον Πυλάδη. Με τους αλλεπάλληλους γάμους το έργο προεξαγγέλλει την εξέλιξη που θα οδηγήσει στη Νέα Κωμωδία, μολονότι η παρέμβαση του Απόλλωνα στο τέλος του δράματος έχει προκαλέσει ατελεύτητες συζητήσεις για την ερμηνεία και τη λειτουργία της.