Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ελληνιστική Γραμματεία

της Εβίνας Σιστάκου

2. Λυρική ποίηση

2.1. Το επίγραμμα

Ο όρος επίγραμμα προήλθε από το ρήμα ἐπιγράφω που σημαίνει «χαράσσω, εγχαράσσω σε μία επιφάνεια». Αρχικά επίγραμμα θεωρούνταν οποιαδήποτε επιγραφή ήταν χαραγμένη σε ένα έργο τέχνης, ένα αφιέρωμα, ένα μνημείο ή έναν τύμβο και είχε πληροφοριακό χαρακτήρα, αφού δήλωνε το όνομα του ιδιοκτήτη, του αναθέτη, του κατασκευαστή ή ακόμα και του νεκρού. Η αρχαιότερη τέτοια επιγραφή βρέθηκε χαραγμένη στο λεγόμενο «ποτήρι του Νέστορα» (8ος αι. π.Χ.). Ενώ κατά την αρχαϊκή εποχή το επίγραμμα ήταν μνημειακό, δηλαδή στενά δεμένο με την επιφάνεια στην οποία ήταν χαραγμένο, είχε αναθηματική ή επιτύμβια λειτουργία και συνήθως ήταν ανώνυμο, κατά την κλασική εποχή το επίγραμμα απέκτησε καλλιτεχνική φόρμα, γραφόταν κατά κανόνα σε ελεγειακό δίστιχο (αποτελούμενο από έναν δακτυλικό εξάμετρο και έναν πεντάμετρο στίχο) και εμπλουτίστηκε θεματικά. Ο σημαντικότερος ποιητής επιγραμμάτων κατά τον 5ο αι. π.Χ. ήταν ο Σιμωνίδης ο Κείος που μνημείωσε τα κατορθώματα των Ελλήνων στους Περσικούς πολέμους.

Το επίγραμμα έγινε λογοτεχνικό, αυτονομήθηκε δηλαδή από το μνημείο και παγιώθηκε ως λογοτεχνικό είδος, κατά την ελληνιστική εποχή, οπότε και απέκτησε τα τυπικά χαρακτηριστικά του: προσωπικός ή συναισθηματικός τόνος, παιγνιώδης έκφραση, εντυπωσιακή ή πνευματώδης κορύφωση, θεματική διεύρυνση. Ειδικά τα θέματα εμπλουτίστηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον τα επιγράμματα ήταν εκτός από αναθηματικά και επιτύμβια, ερωτικά, περιγραφικά (με επίκεντρο τη λεπτομερειακή περιγραφή έργων τέχνης γνωστή ως ἔκφρασις), συμποτικά (με εμφανή την επίδραση της αρχαϊκής συμποτικής ποίησης), παραινετικά, σκωπτικά/σατιρικά και φιλολογικά.

Συνηθίζουμε να διακρίνουμε τους επιγραμματοποιούς της ελληνιστικής εποχής σε «σχολές» ανάλογα με την λογοτεχνική παράδοση που ακολουθούσαν ή τον τόπο καταγωγής τους: την Ιωνική-Αλεξανδρινή, τη Δωρική-Πελοποννησιακή και τη Φοινικική. Οι εκπρόσωποι της πρώτης σχολής διακρίνονται για την καλλιτεχνική τους εκλέπτυνση και την έμφαση σε ερωτικά και συμποτικά θέματα∙ ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, ο Ποσείδιππος από την Πέλλα και ο Ασκληπιάδης από την Σάμο. Στη Δωρική-Πελοποννησιακή σχολή πάλι δεσπόζουν θέματα της καθημερινότητας και λυρικές περιγραφές της φύσης∙ θυμόμαστε κυρίως δύο γυναίκες επιγραμματοποιούς, την Ανύτη και τη Νοσσίδα, καθώς και τον Λεωνίδα από τον Τάραντα. Στη Φοινικική σχολή τέλος ανήκουν ο Αντίπατρος, ο Μελέαγρος και ο Φιλόδημος (ακμή 2ος-1ος αι. π.Χ.), οι οποίοι επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τη ρητορική.

Η άνθηση του επιγράμματος κατά την ελληνιστική, ελληνορωμαϊκή και πρώιμη βυζαντινή περίοδο ήταν τόσο εκρηκτική ώστε γράφτηκαν χιλιάδες επιγράμματα για κάθε είδους περίσταση. Είναι πιθανό ότι ήδη κατά την ελληνιστική εποχή το επίγραμμα προοριζόταν για ανάγνωση και πολύ νωρίς κυκλοφορούσε σε βιβλία ή και συλλογές. Η παλαιότερη συλλογή που γνωρίζουμε καταρτίστηκε από τον ποιητή Μελέαγρο απο τα Γάδαρα γύρω στο 80 π.Χ. και ονομάστηκε Στέφανος. Ακολούθησαν πολλές ακόμη είτε θεματικές είτε κατά ποιητή, μέχρι που τον 10ο αι. ο βυζαντινός λόγιος Κωνσταντίνος Κεφαλάς συνένωσε υλικό από παλαιότερες συλλογές και το έργο του συμπλήρωσε τον 14ο αι. ο Μάξιμος Πλανούδης: οι συλλογές τους αποτέλεσαν τη βάση της επονομαζόμενης Παλατινής ή Ελληνικής Ανθολογίας που περιλαμβάνει περισσότερα από 3700 επιγράμματα κατανεμημένα θεματικά σε 16 βιβλία.

Κείμενα:

· Επιλογή επιγραμμάτων, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΕ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ 166-197.

Βιβλιογραφία:

· M. Fantuzzi & R. Hunter. 2002. Ο Ελικώνας και το Μουσείο. Η ελληνιστική ποίηση από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως την εποχή του Αυγούστου. Μετάφρ. Δ. Κουκουζίκα & Μ. Νούσια. Αθήνα: Πατάκης, 454-568.

· N. Hopkinson. 2005. Ανθολογία ελληνιστικής ποίησης. Μετάφρ. Α. Τάτση. Αθήνα: Μεταίχμιο, 306-341.

· Φ.Π. Μανακίδου & Κ. Σπανουδάκης (επιμ.). 2008. Αλεξανδρινή Μούσα. Συνέχεια και νεωτερισμός στην ελληνιστική ποίηση. Αθήνα: Gutenberg, 325-416.