Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΣΑΠΦΩ

απ. 1 Lobel-Page

ποικιλόθρον᾽ ἀθανάτἈφρόδιτα,
παῖ Δίος δολόπλοκε, λίσσομαί σε·
μή μ᾽ ἄσαισι μηδ᾽ ὀνίαισι δάμνα,
4 πότνια, θῦμον,

ἀλλὰ τυίδ᾽ ἔλθ᾽, αἴ ποτα κἀτέρωτα
τὰς ἔμας αὔδας ἀίοισα πήλοι
ἔκλυες, πάτρος δὲ δόμον λίποισα
8 χρύσιον ἦλθες

ἄρμ᾽ ὐπασδεύξαισα· κάλοι δέ σ᾽ ἆγον
ὤκεες στροῦθοι περὶ γᾶς μελαίνας
πύκνα δίννεντες πτέρ᾽ ἀπ᾽ ὠράνωἴθε-
12 ρος διὰ μέσσω·

αἶψα δ᾽ ἐξίκοντο, σὺ δ᾽ ὦ μάκαιρα
μειδιαίσαισ᾽ ἀθανάτωι προσώπωι
ἤρε᾽ ὄττι δηὖτε πέπονθα κὤττι
16 δηὖτε κάλημμι

κὤττι μοι μάλιστα θέλω γένεσθαι
μαινόλαι θύμωι· τίνα δηὖτε πείθω
†. .σάγην† ἐς σὰν φιλότατα; τίς σ᾽ ὦ
20 Ψάπφ᾽ ἀδικήει;

καὶ γὰρ αἰ φεύγει, ταχέως διώξει,
αἰ δὲ δῶρα μὴ δέκετ᾽, ἀλλὰ δώσει,
αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει
24 κωὐκ ἐθέλοισα.

ἔλθε μοι καὶ νῦν, χαλέπαν δὲ λῦσον
ἐκ μερίμναν, ὄσσα δέ μοι τέλεσσαι
θῦμος ἰμέρρει, τέλεσον, σὺ δ᾽ αὔτα
28 σύμμαχος ἔσσο.
====

Ομορφόθρονη αθάνατη Αφροδίτη,

κόρη του Δία, σου δέομαι, δολοπλέχτρα,

με πίκρες και καημούς μη, Δέσποινα,

παιδεύεις την ψυχή μου·

 

μα έλα μου, αν κάποτε, από πέρα

μακριά, το κάλεσμά μου όμοι᾽ αγρικώντας

ήρθες, το πατρικό παλάτι αφήνοντας

και το χρυσό σου αμάξι

 

ζεύοντας· κι όμορφα στρουθιά πετώντας

γοργά στη γη σε φέρανε τη μαύρη

πάν᾽ απ᾽ τον ουρανό με φτεροκόπημα

πυκνό μες στον αιθέρα·

 

κι ως έφτασαν ταχιά, χαμογελώντας

με την αθάνατη όψη σου, ω μακαρία,

με ρώτησες σαν τί και πάλι να ᾽παθα,

τί σε καλώ κοντά μου,

 

τί λαχταρά η ψυχή μου η φρενιασμένη

τόσο πολύ να γίνει: ―«Ποιά και πάλι

θες η Πειθώ να φέρει στην αγάπη σου;

Σαπφώ, ποιά σ᾽ αδικάει;

 

Γιατί αν φεύγει, γοργά από πίσω θά ᾽ρθει,

κι αν δεν παίρνει σου δώρα, θα σου φέρει·

τώρ᾽ αν δεν σ᾽ αγαπάει, θα σ᾽ αγαπήσει

και δίχως να το θέλει».

 

Ω, έλα μου και τώρα, κι απ᾽ τις μαύρες

τις έγνοιες λύσε με, κι ό,τι ν᾽ αληθέψει

ποθεί η ψυχή μου τέλεσ᾽ το κι ατή σου

συ γίνε ο βοηθός μου.

 

Σε στολισμένο θρόνο εσύ που κάθεσαι

και πλέκεις δόλους, Αφροδίτη αθάνατη,

μη βασανίζεις την ψυχή μου, Δέσποινα,

μ᾽ έγνοιες και βάσανα·

 

μόν᾽ έλα εδώ, όπως ήρθες κι άλλοτε,

που από μακριά το κάλεσμά μου τ᾽ άκουσες

κι αφήκες το παλάτι του πατέρα σου,

κι έζεψες νά ᾽ρθεις

 

το χρυσό σου το αμάξι. Κι όμορφα σου το ᾽σερναν

γοργά στρουθιά φτεροκοπώντας σβέλτα

από ψηλά, στη μαύρη γης ολόγυρα,

μες στον αιθέρα.

 

Σε λίγο φτάσαν. Τότε εσύ, ω μακάρια,

με την αθάνατη όψη χαμογέλασες

και ρώτησες σαν τί εχω πάθει πάλι,

γιατί σε κράζω·

 

τί λαχταράει η καρδιά μου η ξέφρενη

τόσο πολύ· ποιάν η Πειθώ γυρεύεις,

Ψάπφα, να φέρει πάλι στην αγάπη σου,

σαν ποιά σ᾽ αδίκησε;

 

Φεύγει; Σε λίγο θα σε κυνηγήσει·

δεν παίρνει δώρα; Γρήγορα θα δώσει·

δεν αγαπά; Σε λίγο θ᾽ αγαπήσει,

θέλει δε θέλει!

 

Έλα, θεά, και τώρα, γλίτωσέ με

απ᾽ τη βαριά την έγνοια, κάνε μου τα

τα όσα ποθεί η καρδιά να γίνουν, έλα ατή σου

διαφέντεψέ με!

 

Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,

κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ:

δέσποινα, μη βασανίζεις με έγνοιες και στενοχώριες

την καρδιά μου!

Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε

άκουσες τη φωνή μου από μακριά

και εισάκουσες την προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό

παλάτι του πατέρα σου και ήρθες

ζεύοντας την άμαξά σου. Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε

γρήγορα κάτω στη μαύρη γη.

Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας

τον αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό.

Γρήγορα φτάσανε· κι εσύ μακαρισμένη,

με γελαστό το αθάνατό σου πρόσωπο,

με ρωτούσες τί έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,

τί επιθυμεί πιο πολύ

η τρελή καρδιά μου. «Ποιό αγαπημένο πρόσωπο

πρέπει η πειθώ

να φέρει τώρα στην αγάπη σου; Πες μου, Σαπφώ,

ποιός σε αδικεί;

Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια.

Δε δέχεται δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια.

Δε σ᾽ αγαπά; Σύντομα θα σ᾽ αγαπήσει, ακόμη και παρά

τη θέλησή της.»

Έλα και τώρα και λύτρωσέ με από το βαρύ

μαράζι. Εκπλήρωσε αυτό που η καρδιά μου ποθεί να γίνει

και γίνε σύμμαχός μου.

 

Αθάνατη Αφροδίτη, πάνω στον πολυξόμπλιαστο θρόνο σου, θυγατέρα του Δία, υφάντρα δόλων, σε ικετεύω, μη δαμάζεις την καρδιά μου, δέσποινα, με πόνους και λύπες, αλλά έλα κοντά μου, αν άλλοτε άκουσες ποτέ τη φωνή μου από μακριά και με εισάκουσες, κι αφήνοντας το παλάτι του πατέρα σου έτρεξες εδώ, ζεύοντας το χρυσό σου άρμα. Όμορφα, γοργά σπουργίτια σ᾽ έφεραν, τινάζοντας τα πυκνά φτερά τους, πάνω από τη μαύρη γη, στον ουρανό, στη μέση του αέρα· κι ήρθαν γοργά. Κι εσύ, μακάρια θεά, μ᾽ ένα χαμόγελο στην αθάνατη μορφή σου, ρώτησες τι μου συνέβαινε πάλι, και γιατί σε ξαναφώναξα, τι επιτέλους ποθεί η τρελή μου καρδιά: «ποια πρέπει να πείσω αυτή τη φορά να ᾽ρθει (;) να σ᾽ αγαπήσει; Ποια σε βασανίζει, Σαπφώ; Κι αν σ᾽ αποφεύγει τώρα, σύντομα θε να τρέχει ξοπίσω σου· αν αρνιέται τα δώρα, θε να προσφέρει η ίδια· κι αν δεν αγαπά, σύντομα θε ν᾽ αγαπήσει, θέλει δεν θέλει». Έλα πάλι σιμά μου και λευτέρωσέ με απ᾽ τις σκληρές μου έγνοιες· τέλεψε αυτά που λαχταρά η καρδιά μου και γίνε σύμμαχός μου.