Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ

απ. 13 West

κήδεα μὲν στονόεντα Περίκλεες οὔτέ τις ἀστῶν
μεμφόμενος θαλίηις τέρψεται οὐδὲ πόλις·
τοίους γὰρ κατὰ κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
ἔκλυσεν, οἰδαλέους δ᾽ ἀμφ᾽ ὀδύνηις ἔχομεν
5 πνεύμονας. ἀλλὰ θεοὶ γὰρ ἀνηκέστοισι κακοῖσιν
ὦ φίλ᾽ ἐπὶ κρατερὴν τλημοσύνην ἔθεσαν
φάρμακον. ἄλλοτε ἄλλος ἔχει τόδε· νῦν μὲν ἐς ἡμέας
ἐτράπεθ᾽, αἱματόεν δ᾽ ἕλκος ἀναστένομεν,
ἐξαῦτις δ᾽ ἑτέρους ἐπαμείψεται. ἀλλὰ τάχιστα
10 τλῆτε, γυναικεῖον πένθος ἀπωσάμενοι.

Την πολυστέναχτη θλίψη κανείς, ή πολίτης ή η πόλη,

δεν κατακρίνει· μακριά τα φαγοπότια· ακριβοί

ήταν αυτοί, Περικλή, που πολύβοου πελάγου το κύμα

έπνιξε· ο πόνος βαριά μάς τυραννά την καρδιά.

Μα, αγαπητέ μου, οι θεοί για τ᾽ αγιάτρευτα βάσανα πάλι

έχουνε βρει γιατρικό: καρτερική υπομονή.

Η συμφορά μια τον ένα χτυπά, μια τον άλλονε· τώρα

ήρθε σ᾽ εμάς, για πληγή βογκούμε, ναι, αιματηρή,

μα θα περάσει και σ᾽ άλλους αργότερα· μπρος, τη γυναίκεια

θλίψη πετάξτε λοιπόν, σφίξτε γερά την καρδιά.

 

Απ᾽ τους ανθρώπους, Περικλή, του τόπου μας κανένας

που κλαίει την πολυστέναχτη τη συφορά, ούτ᾽ η πόλη

με φαγοπότια τη χαρά θα βρει, μια και το κύμα

της βαρυαχούσας θάλασσας σκέπασε τέτοιους: όλοι

πρησμένα τα πλεμόνια μας γρικούμε από τον πόνο·

μα για τ᾽ αγιάτρευτα κακά οι θεοί θεράπιο πάλι

δώσαν τη στέρεη πομονή· και τα κακά τα τέτοια

άλλοι σηκώνουνε τη μια κι άλλοι τραβούν την άλλη.

Τώρα μας έβρηκαν εμάς κι αυτή τη ματωμένη

μοιρολογάμε εμείς πληγή· μ᾽ αύριο τους άλλους θά βρει.

Γι᾽ αυτό, όσο πιο γοργά βολεί, βρείτε κουράγιο τώρα

και τη γυναίκεια λύπη σας σπρώξτε μακριά τη μαύρη.

 

Κανείς πολίτης με το νου στη συμφορά, γογγύζοντας,

δε θα ξεδώσει, Περικλή, στο γλέντι μήτε η πόλη.

Το κύμα του βουερού βυθού έπνιξε τέτοιους άντρες,

που από το κλάμα είναι πρησμένα τα πνεμόνια μας.

Μα στ᾽ αθεράπευτα δεινά, βοτάνι, φίλε,

τη σιδερένια υπομονή οι θεοί μάς δώρισαν.

Παντού χτυπάει η συμφορά, που τώρα στράφηκε

σε μας και για την ανοιχτή πληγή μοιρολογάμε.

Μα πάλι σ᾽ άλλους θα τραβήξει. Φίλοι, γρηγοράτε,

κάντε καρδιά κι αφήστε τα γυναικεία κλάματα.

 

Κανείς πολίτης μες στην πόλη, Περικλή,

δε θα κατηγορήσει την πολυστέναχτη δυστυχία και δε θα χαρεί τη γιορτή·

τέτοιους άντρες τους κατάπιε το κύμα της βουερής θάλασσας.

Φουσκωμένα είναι τα πνευμόνια από τον πόνο.

Ωστόσο οι θεοί χαρίσαν, φίλε μου, φάρμακο

για τους αγιάτρευτους πόνους τη δύναμη της υπομονής.

Η συμφορά βρίσκει πότε τον ένα πότε τον άλλο· τώρα βρήκε εμάς

και η ματωμένη πληγή φέρνει στεναγμούς.

Άλλους θα τους βρει μιαν άλλη φορά. Μπρος, γρήγορα

αφήστε τα γυναίκεια κλάματα και υπομονέψτε.