Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

241. – Ἐννέα ὁμιλίαι εἰς Ἑξαήμερον, Β᾽ §§ 1-2

Οι Ἐννέα ὁμιλίαι εἰς Ἑξαήμερον ("ομιλία" εδώ με την τεχνική σημασία του όρου = "κήρυγμα") θεωρούνται οι σημαντικότερες του Μεγάλου Βασιλείου. Θέμα τους έχουν την ερμηνεία και τον σχολιασμό του πρώτου κεφαλαίου της Γενέσεως, αν και η πραγμάτευση δεν συμπεριλαμβάνει τα σχετικά με τη δημιουργία του ανθρώπου. Εκφωνήθηκαν ίσως λίγο πριν από το 370 μ.Χ. σε διάστημα μιας εβδομάδας (μία ομιλία το πρωί και μία το απόγευμα κάθε μέρα) και καταγράφηκαν όχι από τον ίδιο αλλά από ταχυγράφους. Στις Ομιλίες του αυτές ο Βασίλειος προσπαθεί, συνδυάζοντας ρητορική επιδεξιότητα και επιστημονικές γνώσεις, να παρουσιάσει τη γνήσια χριστιανική εικόνα για τη δημιουργία του κόσμου και να πείσει συγχρόνως για τις λανθασμένες βάσεις των κοσμολογικών συστημάτων των αρχαίων φιλοσόφων. Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιλαμβάνεται το προοίμιο (ο Βασίλειος φρόντιζε ιδιαίτερα τα προοίμια και τους επιλόγους των Ομιλιών του) και ένα τμήμα της δεύτερης Ομιλίας,στο οποίο επιχειρείται η θεμελίωση τον βασικού χριστιανικού δόγματος ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ τον μηδενός και δεν είναι αιώνιος όπως δέχονταν οι Έλληνες φιλόσοφοι. Η επιχειρηματολογία του Βασιλείου διακρίνεται από ορθολογισμό και βαθιά γνώση των απόψεων των Ελλήνων φιλοσόφων (εμφανής είναι ιδιαίτερα η χρήση του Τίμαιου του Πλάτωνα, των φυσικών συγγραμμάτων του Αριστοτέλη, του Ποσειδώνιου, του Πλωτίνου), γεγονός που δεν εκπλήσσει, αφού ο Καππαδόκης πατέρας είχε σπουδάσει για μεγάλο διάστημα στην Αθήνα.

Ὁμιλία β΄: περὶ τοῦ ἀόρατος ἦν ἡ γῆ καὶ ἀκατασκεύαστος

[2.1] μικροῖς ἕωθεν ἐνδιατρίψαντες ῥήμασι, τοσοῦτον ἀποκεκρυμμένον τὸ βάθος τῆς διανοίας εὕρομεν, ὥστε τῶν ἐφεξῆς παντελῶς ἀπογνῶναι. εἰ γὰρ τὰ προαύλια τῶν ἁγίων τοιαῦτα, καὶ τὰ προπύλαια τοῦ ναοῦ οὕτω σεμνὰ καὶ ὑπέρογκα, τῇ ὑπερβολῇ τοῦ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν περιαστράπτοντα, ποταπὰ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων; καὶ τίς ἱκανὸς κατατολμῆσαι τῶν ἀδύτων; ἢ τίς ἐπόψεται τὰ ἀπόρρητα; ἀπρόσιτος μὲν γὰρ αὐτῶν καὶ ἡ θέα, δυσερμήνευτος δὲ παντελῶς τῶν νοηθέντων ὁ λόγος. πλὴν ἀλλ᾽ ἐπειδὴ παρὰ τῷ δικαίῳ κριτῇ, καὶ ὑπὲρ μόνου τοῦ προελέσθαι τὰ δέοντα, οὐκ εὐκαταφρόνητοί εἰσιν ἀφωρισμένοι μισθοί, μὴ ἀποκνήσωμεν πρὸς τὴν ἔρευναν. εἰ γὰρ καὶ τῆς ἀξίας ἀπολειπόμεθα, ἀλλ᾽ ἐὰν τοῦ βουλήματος τῆς Γραφῆς μὴ ἐκπέσωμεν τῇ βοηθείᾳ τοῦ Πνεύματος, καὶ αὐτοὶ οὐκ ἀπόβλητοι παντελῶς κριθησόμεθα, καὶ τῇ συνεργίᾳ τῆς χάριτος οἰκοδομήν τινα τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ παρεξόμεθα.
«ἡ δὲ γῆ ἦν», φησίν, «ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος.» πῶς ἀμφοτέρων ὁμοτίμως γενομένων οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁ μὲν οὐρανὸς ἀπηρτίσθη, ἡ δὲ γῆ ἔτι ἀτελής ἐστι καὶ ἀνεξέργαστος; ἢ ὅλως, τί τὸ ἀκατάσκευον τῆς γῆς; καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἀόρατος ἦν; ἔστι μὲν οὖν τελεία κατασκευὴ γῆς ἡ ἀπ᾽ αὐτῆς εὐθηνία· φυτῶν παντοδαπῶν βλαστήσεις· δένδρων ὑψηλοτάτων προβολαὶ καρπίμων τε καὶ ἀκάρπων· ἀνθῶν εὔχροιαι καὶ εὐωδίαι· καὶ ὅσα μικρὸν ὕστερον μέλλει τῷ προστάγματι τοῦ Θεοῦ ἐπανατείλαντα τῇ γῇ τὴν γεννησαμένην κατακοσμεῖν. ὧν ἐπειδὴ οὐδὲν οὔπω ἦν, ἀκατάσκευον αὐτὴν εἰκότως ὁ λόγος ὠνόμασε. τὰ αὐτὰ δὲ ταῦτα κἂν περὶ οὐρανοῦ εἴποιμεν· ὅτι οὐκ ἐξείργαστο οὔπω οὐδὲ αὐτός, οὐδὲ τὸν οἰκεῖον ἀπειλήφει κόσμον, ἅτε μήπω σελήνῃ μήτε ἡλίῳ περιλαμπόμενος, μηδὲ τοῖς χοροῖς τῶν ἄστρων κατεστεμμένος. οὔπω γὰρ ταῦτα ἐγεγόνει. ὥστε οὐχ ἁμαρτήσεις τῆς ἀληθείας, κἂν τὸν οὐρανὸν ἀκατάσκευον εἴπῃς. ἀόρατον δὲ τὴν γῆν προσεῖπε διὰ δύο αἰτίας· ἢ ὅτι οὔπω ἦν αὐτῆς ὁ θεατὴς ἄνθρωπος, ἢ ὅτι ὑποβρύχιος οὖσα ἐκ τοῦ ἐπιπολάζοντος τῇ ἐπιφανείᾳ ὕδατος οὐκ ἠδύνατο καθορᾶσθαι. οὔπω γὰρ ἦν συναχθέντα τὰ ὕδατα εἰς τὰ οἰκεῖα συστήματα, ἅπερ ὕστερον ὁ Θεὸς συναγαγὼν προσηγόρευσε θαλάσσας. ἀόρατον οὖν τί ἐστι; τὸ μέν, ὃ μὴ πέφυκεν ὀφθαλμοῖς σαρκὸς καθορᾶσθαι, ὡς ὁ νοῦς ὁ ἡμέτερος· τὸ δέ, ὃ τῇ φύσει ὁρατὸν ὑπάρχον, διὰ τὴν ἐπιπρόσθεσιν τοῦ ἐπικειμένου αὐτῷ σώματος ἀποκρύπτεται, ὡς ὁ ἐν τῷ βυθῷ σίδηρος. καθ᾽ σημαινόμενον νῦν ἀόρατον ἡγούμεθα προσειρῆσθαι τὴν γῆν καλυπτομένην ὑπὸ τοῦ ὕδατος. ἔπειτα μέντοι, καὶ μήπω τοῦ φωτὸς γενηθέντος, οὐδὲν ἦν θαυμαστὸν τὴν ἐν σκότῳ κειμένην, διὰ τὸ ἀφώτιστον εἶναι τὸν ὑπὲρ αὐτῆς ἀέρα, ἀόρατον καὶ κατὰ τοῦτο παρὰ τῆς Γραφῆς προσειρῆσθαι.

[2.2] ἀλλ᾽ οἱ παραχαράκται τῆς ἀληθείας, οἱ οὐχὶ τῇ Γραφῇ τὸν ἑαυτῶν νοῦν ἀκολουθεῖν ἐκδιδάσκοντες, ἀλλὰ πρὸς τὸ οἰκεῖον βούλημα τὴν διάνοιαν τῶν Γραφῶν διαστρέφοντες, τὴν ὕλην φασὶ διὰ τῶν λέξεων τούτων παραδηλοῦσθαι. αὕτη γάρ, φησί, καὶ ἀόρατος τῇ φύσει καὶ ἀκατασκεύαστος, ἄποιος οὖσα τῷ ἑαυτῆς λόγῳ, καὶ παντὸς εἴδους καὶ σχήματος κεχωρισμένη, ἣν παραλαβὼν ὁ τεχνίτης τῇ ἑαυτοῦ σοφίᾳ ἐμόρφωσε, καὶ εἰς τάξιν ἤγαγε, καὶ οὕτω δι᾽ αὐτῆς οὐσίωσε τὰ ὁρώμενα. εἰ μὲν οὖν ἀγέννητος αὕτη, πρῶτον μὲν ὁμότιμος τῷ Θεῷ, τῶν αὐτῶν πρεσβείων ἀξιουμένη. οὗ τί ἂν γένοιτο ἀσεβέστερον, τὴν ἄποιον, τὴν ἀνείδεον, τὴν ἐσχάτην ἀμορφίαν, τὸ ἀδιατύπωτον αἶσχος (τοῖς γὰρ αὐτῶν ἐκείνων προσρήμασι κέχρημαι) τῆς αὐτῆς προεδρίας ἀξιοῦσθαι τῷ σοφῷ καὶ δυνατῷ καὶ παγκάλῳ δημιουργῷ καὶ κτίστῃ τῶν ὅλων; ἔπειτα εἰ μὲν τοσαύτη ἐστίν, ὥστε ὅλην ὑποδέχεσθαι τοῦ Θεοῦ τὴν ἐπιστήμην· καὶ οὕτω, τρόπον τινά, τῇ ἀνεξιχνιάστῳ τοῦ Θεοῦ δυνάμει ἀντιπαρεξάγουσιν αὐτῆς τὴν ὑπόστασιν, εἴπερ ἐξαρκεῖ ὅλην τοῦ Θεοῦ τὴν σύνεσιν δι᾽ ἑαυτῆς ἐκμετρεῖν· εἰ δὲ ἐλάττων ἡ ὕλη τῆς τοῦ Θεοῦ ἐνεργείας, καὶ οὕτως εἰς ἀτοπωτέραν βλασφημίαν αὐτοῖς ὁ λόγος περιτραπήσεται, δι᾽ ἔνδειαν ὕλης ἄπρακτον καὶ ἀνενέργητον τῶν οἰκείων ἔργων τὸν Θεὸν κατεχόντων. ἀλλ᾽ ἐξηπάτησε γὰρ αὐτοὺς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἡ πενία. καὶ ἐπειδὴ παρ᾽ ἡμῖν ἑκάστη τέχνη περί τινα ὕλην ἀφωρισμένως ἠσχόληται, οἷον χαλευτικὴ μὲν περὶ τὸν σίδηρον, τεκτονικὴ δὲ περὶ τὰ ξύλα· καὶ ἐν τούτοις ἄλλο μέν τί ἐστι τὸ ὑποκείμενον, ἄλλο δὲ τὸ εἶδος, ἄλλο δὲ τὸ ἐκ τοῦ εἴδους ἀποτελούμενον· καὶ ἔστιν ἡ μὲν ὕλη ἔξωθεν παραλαμβανομένη, τὸ δὲ εἶδος παρὰ τῆς τέχνης ἐφαρμοζόμενον, ἀποτέλεσμα δὲ τὸ ἐξ ἀμφοῖν συντιθέμενον ἔκ τε τοῦ εἴδους καὶ τῆς ὕλης· οὕτως οἴονται καὶ ἐπὶ τῆς θείας δημιουργίας, τὸ μὲν σχῆμα τοῦ κόσμου παρὰ τῆς σοφίας ἐπῆχθαι τοῦ ποιητοῦ τῶν ὅλων, τὴν δὲ ὕλην ἔξωθεν ὑποβεβλῆσθαι τῷ κτίσαντι, καὶ γεγενῆσθαι τὸν κόσμον σύνθετον, τὸ μὲν ὑποκείμενον καὶ τὴν οὐσίαν ἑτέρωθεν ἔχοντα, τὸ δὲ σχῆμα καὶ τὴν μορφὴν παρὰ Θεοῦ προσλαβόντα. ἐκ δὲ τούτου αὐτοῖς ὑπάρχει ἀρνεῖσθαι μὲν τὸν μέγαν Θεὸν τῆς συστάσεως τῶν ὄντων προεστηκέναι, οἷον δὲ ἐράνου τινὸς πληρωτήν, ὀλίγην τινὰ μοῖραν εἰς τὴν τῶν ὄντων γένεσιν παρ᾽ ἑαυτοῦ συμβεβλῆσθαι· οὐ δυνηθέντες διὰ λογισμῶν ταπεινότητα πρὸς τὸ ὕψος ἀπιδεῖν τῆς ἀληθείας· ὅτι ἐνταῦθα μὲν αἱ τέχναι τῶν ὑλῶν ὕστεραι, διὰ τὸ ἀναγκαῖον τῆς χρείας παρεισαχθεῖσαι τῷ βίῳ. τὸ μὲν γὰρ ἔριον προϋπῆρχεν, ἡ δὲ ὑφαντικὴ ἐπεγένετο, τὸ τῆς φύσεως ἐνδέον παρ᾽ ἑαυτῆς ἐκπληροῦσα. καὶ τὸ μὲν ξύλον ἦν, τεκτονικὴ δὲ παραλαβοῦσα, πρὸς τὴν ἐπιζητουμένην ἑκάστοτε χρείαν διαμορφοῦσα τὴν ὕλην, τὴν εὐχρηστίαν ἡμῖν τῶν ξύλων ὑπέδειξε, κώπην μὲν ναύταις, γεωργοῖς δὲ πτύον, ὁπλίταις δὲ δόρυ παρεχομένη. ὁ δὲ Θεός, πρίν τι τῶν νῦν ὁρωμένων γενέσθαι, εἰς νοῦν βαλόμενος καὶ ὁρμήσας ἀγαγεῖν εἰς γένεσιν τὰ μὴ ὄντα, ὁμοῦ τε ἐνόησεν ὁποῖόν τινα χρὴ τὸν κόσμον εἶναι, καὶ τῷ εἴδει αὐτοῦ τὴν ἁρμόζουσαν ὕλην συναπεγέννησε. καὶ οὐρανῷ μὲν ἀφώρισε τὴν οὐρανῷ πρέπουσαν φύσιν· τῷ δὲ τῆς γῆς σχήματι τὴν οἰκείαν αὐτῇ καὶ ὀφειλομένην οὐσίαν ὑπέβαλε. πῦρ δὲ καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα διεσχημάτισέν τε ὡς ἐβούλετο, καὶ εἰς οὐσίαν ἤγαγεν ὡς ὁ ἑκάστου λόγος τῶν γινομένων ἀπῄτει. ὅλον δὲ τὸν κόσμον ἀνομοιομερῆ τυγχάνοντα ἀρρήκτῳ τινὶ φιλίας θεσμῷ εἰς μίαν κοινωνίαν καὶ ἁρμονίαν συνέδησεν· ὥστε καὶ τὰ πλεῖστον ἀλλήλων τῇ θέσει διεστηκότα ἡνῶσθαι δοκεῖν διὰ τῆς συμπαθείας. παυσάσθωσαν οὖν μυθικῶν πλασμάτων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ τῶν οἰκείων λογισμῶν τὴν ἀκατάληπτον διανοίαις καὶ ἄφατον παντελῶς ἀνθρωπίνῃ φωνῇ δύναμιν ἐκμετροῦντες.

Ομιλία Β΄

[1] Κάτι μικρές λέξεις μας απασχόλησαν το πρωί1 και βρήκαμε κρυμμένο σε αυτές τόσο βαθύ νόημα, ώστε να απελπιζόμαστε ολότελα για τις επόμενες. Γιατί αν έχουν τέτοια προαύλια άγια των αγίων και τα προαύλια του ναού είναι τόσο σεβάσμια και τόσο μεγαλόπρεπα και περιλάμπουν σαν αστραπές τα μάτια του νου μας με την ασύγκριτη ομορφιά τους, πώς θα είναι τα ίδια τα άγια και ποιος είναι ο τολμηρός που θα εισέλθει σε αυτά; ή ποιος θα αντικρύσει τα απόρρητα; Γιατί και το θέαμά τους είναι απροσέγγιστο και το νόημα όσων εξηγήσαμε ολότελα δυσκολοεξήγητο. Ας μη διστάσομε όμως στην έρευνά μας, γιατί και μόνο που προτιμήσαμε τα ορθά, μας έχει ορίσει ο δίκαιος κριτής όχι ευκαταφρόνητες αμοιβές. Γιατί παρόλο που μας λείπει η αξία, αν δεν απομακρυνθούμε από το σκοπό της Γραφής με τη βοήθεια του πνεύματος δε θα κρίνουμε ολότελα για πέταμα και με τη συνδρομή της χάρης θα προσφέρομε μικρή βοήθεια στην οικοδομή της Εκκλησίας του Θεού.

«Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» γράφει. Αφού και τα δύο είχαν δημιουργηθεί ισότιμα, ο ουρανός, και η γη, πώς ο ουρανός είχε ολοκληρωθεί, ενώ η γη ήταν ακόμα ατελείωτη και ανολοκλήρωτη; Ή, μάλλον, κατά τι η γη ήταν ατελείωτη; Και για ποιο λόγο ήταν αόρατη; Τέλεια κατασκευή της γης είναι βέβαια ο πλούτος που προσφέρει, τα κάθε λογής που φυτρώνουν φυτά, τα δέντρα που ανεβαίνουν πανύψηλα καρποφόρα ή άκαρπα, τα χρώματα και οι μοσχοβολιές των λουλουδιών και όσα πρόκειται σε λίγο, με πρόσταγμα του Θεού, να φυτρώσουν και να καταστολίσουν τη γη που τα γέννησε. Από αυτά δεν υπήρχε τίποτα ακόμα, και γι᾽ αυτό εύλογα ονομάστηκε ακατασκεύαστη. Τα ίδια μπορούμε να πούμε και για τον ουρανό. Ότι δεν είχε τελειοποιηθεί ακόμα ούτε αυτός, κι ούτε είχε πάρει την ομορφιά του, αφού δεν τον φώτιζαν ακόμα ούτε η σελήνη, ούτε ο ήλιος, ούτε τον στεφάνωναν οι χοροί των άστρων. Αυτά δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμα. Ώστε δε θα αστοχήσεις την αλήθεια, αν πεις ακατασκεύαστο και τον ουρανό. Αόρατη πάλι ονόμασε τη γη για δυο λόγους, ή επειδή δεν υπήρχε ακόμα ο άνθρωπος να τη δει ή επειδή ήταν κάτω από τα νερά που σκέπαζαν την επιφάνειά της και ήταν αδύνατον να φανεί. Βλέπετε δεν είχαν ακόμα συναχθεί τα νερά στις κοίτες τους, όπου αργότερα τα συγκέντρωσε ο Θεός και τις ονόμασε θάλασσες. Ποιο είναι λοιπόν αόρατο; Αυτό πρώτα που η φύση του δεν επιτρέπει να το δουν σωματικά μάτια, όπως ο ανθρώπινος νους· κι έπειτα αυτό που ενώ είναι ορατό από τη φύση του, μπαίνει μπροστά του κάποιο σώμα και το κρύβει, όπως το σίδερο στο βυθό. Με αυτό το νόημα νομίζω ότι χαρακτηρίστηκε αόρατη η γη, που τη σκέπαζε το νερό. Κι έπεται, επειδή και το φως δεν είχε γίνει ακόμα, δεν ήταν καθόλου παράδοξο η γη, που ήταν μέσα στο σκοτάδι, αφού ο πάνω από αυτήν αέρας ήταν αφώτιστος, να ονομαστεί από τη Γραφή αόρατη και από αυτή την άποψη.

[2] Οι παραχαράκτες όμως της αλήθειας,2 που δεν συνήθισαν τη σκέψη τους να πειθαρχεί στη Γραφή, αλλά διαστρέφουν το νόημα των Γραφών σύμφωνα με το θέλημά τους, λένε ότι με τις λέξεις αυτές υπονοείται η ύλη. Αυτή, υποστηρίζουν ότι είναι και αόρατη από τη φύση της και ακατασκεύαστη, αφού δεν έχει ιδιότητες κατά την ουσία της και είναι ολότελα χωρίς μορφή και χωρίς σχήμα· αυτήν την πήρε ο τεχνίτης, της έδωσε μορφή με τη σοφία του, της έδωσε τάξη, και με αυτήν δημιούργησε όσα βλέπομε. Αν όμως η ύλη δεν έχει δημιουργηθεί, πρώτα-πρώτα θα ήταν ισότιμη με το Θεό και δε θα διέφεραν στα πρεσβεία. Τι θα ήταν μεγαλύτερη ασέβεια από αυτό; Να κρίνομε δηλαδή άξια για την ίδια πρώτη θέση πλάι στο σοφό και ισχυρό και πάγκαλο δημιουργό και πλάστη των όλων, αυτή τη χωρίς ιδιότητες ύλη, τη δίχως μορφή, την έσχατη ασχήμια, το αίσχος που δε συμμορφώνεται (χρησιμοποιώ τους δικούς τους χαρακτηρισμούς). Έπειτα, αν η ύλη είναι τόση, ώστε να δέχεται όλη τη γνώση του Θεού, και έτσι αντιπαρατάσσουν κατά κάποιο τρόπο την υπόστασή της στην ανεξιχνίαστη δύναμη του Θεού, αφού μπορεί με τον εαυτό της να δώσει το μέτρο ολόκληρης της σοφίας του Θεού. Και αν η ύλη είναι λιγότερη από την ενέργεια του Θεού, και έτσι ο λόγος τους θα καταλήξει σε ακόμα χειρότερη βλασφημία, αφού δεσμεύουν το Θεό να μην μπορεί να πράξει και να ενεργήσει τα έργα του από έλλειψη ύλης. Αλλά τους εξαπάτησε η φτώχεια που συνοδεύει τους ανθρώπους. Και επειδή σε εμάς κάθε μία τέχνη ασχολείται αποκλειστικά με κάποια συγκεκριμένη ύλη, η χαλκευτική λ.χ. με το σίδερο και η τεκτονική με τα ξύλα· και σ᾽ αυτά είναι κάτι άλλο το υλικό της τέχνης, άλλο η μορφή και άλλο αυτό που ολοκληρώνεται από τη μορφή· και η ύλη παραλαμβάνεται απ᾽ έξω, ενώ η μορφή εφαρμόζεται από την τέχνη, και το αποτέλεσμα είναι η σύνθεση και των δύο, σκέφτονται όμοια και για τη θεία δημιουργία· ότι το σχήμα του κόσμου έχει δοθεί από τη σοφία, του πλάστη των όλων, ενώ η ύλη δόθηκε στον πλάστη απ᾽ έξω· έτσι ο κόσμος έγινε σύνθετος κι έχει πάρει από αλλού την ύλη που τον πραγματώνει, ενώ έχει προσλάβει το σχήμα και τη μορφή από το Θεό. Από εδώ ξεκίνησαν και αρνούνται ότι ο μεγάλος Θεός είναι ο τεχνίτης που κατασκεύασε τα όντα, αλλά σαν κάποιος που παίρνει μέρος σε ένα έρανο συνεισέφερε ο ίδιος ασήμαντο μερίδιο στη δημιουργία των όντων. Δεν μπόρεσαν να ατενίσουν το ύψος της αλήθειας λόγω των ταπεινών λογισμών τους. Οι τέχνες δηλαδή έρχονται έπειτα από τις ύλες και μπήκαν στη ζωή επειδή το απαιτούσαν οι ανάγκες της ζωής, το μαλλί λ.χ. προϋπήρχε, η υφαντική ήρθε αργότερα για να υπηρετήσει και να αναπληρώσει την έλλειψη της φύσης. Επίσης υπήρχε το ξύλο, το πήρε όμως η ξυλουργική κι αφού διαμόρφωσε το υλικό αυτό ανάλογα με τη χρήση που ήθελαν, μας έδειξε τη χρησιμότητα των ξύλων βάζοντας στα χέρια του ναύτη το κουπί, στου γεωργού το λιχνιστήρι και στου οπλίτη το δόρυ. Ενώ ο Θεός, προτού γίνει κάτι από όσα βλέπομε, αφού έβαλε στο νου του κι αποφάσισε να φέρει στο φως της ύπαρξης όσα δεν υπήρχαν, ταυτόχρονα σκέφτηκε και πώς πρέπει να είναι ο κόσμος και μαζί με τη σκέψη δημιούργησε μαζί και την ύλη που ταίριαζε στη μορφή του. Και ξεχώρισε για τον ουρανό την ύλη που ταίριαζε σε αυτόν, ενώ το σχήμα της γης το γέμισε με την ανάλογη ύλη που έπρεπε. Τέλος διαμόρφωσε τη φωτιά, το νερό και τον αέρα, όπως ήθελε, και τα έφερε στην ύπαρξη, όπως απαιτούσε ο λόγος υπάρξεως καθενός από όσα έγιναν. Και όλο τον κόσμο, με τα ανόμοια μέρη του, τον έδεσε σε μια κοινωνία και σε μια αρμονία με ένα αδιάσπαστο δεσμό φιλίας. Ώστε και αυτά που απέχουν κατά τη θέση περισσότερο μεταξύ τους να φαίνονται ενωμένα με τη συμπάθεια. Ας παύσουν λοιπόν τις μυθοπλασίες, και να μετρούν με την ασθένεια των λογισμών τους τη δύναμη την ακατάληπτη για το νου μας και την ολότελα ανείπωτη από ανθρώπινη φωνή.

 

(μετάφραση Ιγνάτιος Σακαλής)

 

1 Η παρούσα Ομιλία λαμβάνει συνεπώς χώρα το απόγευμα.

2 Υπονοούνται οι Γνωστικοί, πολύμορφη θρησκευτική κίνηση των πρώιμων χριστιανικών χρόνων (η ακμή της τοποθετείται κυρίως τον 2ο αι. μ.Χ.). Μια από τις κοινές πεποιθήσεις των Γνωστικών ήταν ότι ο ορατός κόσμος είναι ξένος προς τον Θεό.