Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

227. – Εὐβοϊκὸς ἢ Κυνηγὸς §§ 21-26, 41-49

Ο Εὐβοϊκὸς συγκαταλέγεται μεταξύ των 80 λόγων του Δίωνος, ονομαστού ρητοροδιδασκάλου και φιλοσόφου, που έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. Το σύνολο του σωζόμενου έργου του γράφτηκε κατά τις μακροχρόνιες περιπλανήσεις του Δίωνα ώς τις εσχατιές της αυτοκρατορίας (εξορίζεται από τον Δομιτιανό το 85 και επιστρέφει στη Ρώμη το 96 μ.Χ.) και συνδέεται με τις δημόσιες διαλέξεις που έδινε για βιοπορισμό. Στον Ευβοϊκό ο συγγραφέας επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη ζωή των κατοίκων της υπαίθρου, την οποία και αναδεικνύει σε πρότυπο εργατικού και ολιγαρκούς βίου, ενώ παράλληλα καυτηριάζει την παρασιτική και τρυφηλή ζωή των αστών. Το κείμενο απαρτίζεται από δύο μέρη: το πρώτο έχει μυθιστορηματικό χαρακτήρα και ως χώρο δράσης την Εύβοια, στην οποία ο συγγραφέας ναυαγεί. Εκεί φιλοξενείται από την οικογένεια ενός κυνηγού και έχει έτσι την ευκαιρία να διαπιστώσει πόσο υπερέχουν οι φτωχοί των πλουσίων σε ευγένεια και αξιοπρέπεια. Στο δεύτερο μέρος που έχει τη μορφή διατριβής (δηλ. της γραπτής μορφής μιας αρχικά προφορικής ρητορικής επίδειξης με έκδηλα στωικά-κυνικά χαρακτηριστικά) και χαρακτηρίζεται από πλατωνικούς απόηχους, ο Δίων ασχολείται με τους πένητες των πόλεων, τους οποίους και αποτρέπει από την άσκηση ορισμένων, επιβλαβών για τα ήθη, επαγγελμάτων. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν εντάσσονται στην ενότητα της αναγκαστικής επίσκεψης του κυνηγού στην πόλη (α΄ μέρος), επειδή δεν κατέβαλλε τους προβλεπόμενους φόρους. Στο πρώτο απόσπασμα καταγράφονται οι αντιδράσεις του "άγροικου" κατά την είσοδό του στην πόλη για τα "αξιοπερίεργα" που αντικρίζει. Το δεύτερο απόσπασμα προέρχεται από την ενότητα της δίκης που διεξάγεται στο θέατρο της πόλης. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο "άγροικος" για τους αστούς κυνηγός αποδεικνύεται ικανός όχι μόνο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αλλά και να αποκαλύψει τις αρπακτικές διαθέσεις των κατοίκων των πόλεων απέναντι στους κατοίκους της υπαίθρου.

[21] ὁ μὲν οὖν ἕτερος ἡμῶν οὐδεπώποτε εἰς πόλιν κατέβη, πεντήκοντα ἔτη γεγονώς· ἐγὼ δὲ δὶς μόνον, ἅπαξ μὲν ἔτι παῖς μετὰ τοῦ πατρὸς ὁπηνίκα τὴν ἀγέλην εἴχομεν, ὕστερον δὲ ἧκέ τις ἀργύριον αἰτῶν, ὥσπερ ἔχοντάς τι, κελεύων ἀκολουθεῖν εἰς τὴν πόλιν. ἡμῖν δὲ ἀργύριον μὲν οὐκ ἦν, ἀλλ᾽ ἀπωμοσάμην μὴ ἔχειν· εἰ δὲ μή, δεδωκέναι ἄν. [22] ἐξενίσαμεν δὲ αὐτὸν ὡς ἠδυνάμεθα κάλλιστα καὶ δύο ἐλάφεια δέρματα ἐδώκαμεν· κἀγὼ ἠκολούθησα εἰς τὴν πόλιν. ἔφη γὰρ ἀνάγκη εἶναι τὸν ἕτερον ἐλθεῖν καὶ διδάξαι περὶ τούτων.
εἶδον οὖν, οἷα καὶ πρότερον, οἰκίας πολλὰς καὶ μεγάλας καὶ τεῖχος ἔξωθεν καρτερὸν καὶ οἰκήματά τινα ὑψηλὰ καὶ τετράγωνα ἐν τῷ τείχει, {τοὺς πύργους} καὶ πλοῖα πολλὰ ὁρμοῦντα ὥσπερ ἐν λίμνῃ {ἐν τῷ λιμένι} κατὰ πολλὴν ἡσυχίαν. [23] τοῦτο δὲ ἐνθάδε οὐκ ἔστιν οὐδαμοῦ, ὅπου κατηνέχθης· καὶ διὰ τοῦτο αἱ νῆες ἀπόλλυνται. ταῦτα οὖν ἑώρων καὶ πολὺν ὄχλον ἐν ταὐτῷ συνειργμένον καὶ θόρυβον ἀμήχανον καὶ κραυγήν, ὥστε ἐμοὶ ἐδόκουν πάντες μάχεσθαι ἀλλήλοις. ἄγει οὖν με πρός τινας ἄρχοντας καὶ εἶπε γελῶν, οὗτός ἐστιν ἐφ᾽ ὅν με ἐπέμψατε. ἔχει δὲ οὐδὲν εἰ μή γε τὴν κόμην καὶ σκηνὴν μάλα ἰσχυρῶν ξύλων. [24] οἱ δὲ ἄρχοντες εἰς τὸ θέατρον ἐβάδιζον, κἀγὼ σὺν αὐτοῖς. τὸ δὲ θέατρόν ἐστιν ὥσπερ φάραγξ κοῖλον, πλὴν οὐ μακρὸν ἑκατέρωθεν, ἀλλὰ στρογγύλον ἐξ ἡμίσους, οὐκ αὐτόματον, ἀλλ᾽ ᾠκοδομημένον λίθοις. ἴσως δέ μου καταγελᾷς, ὅτι σοι διηγοῦμαι σαφῶς εἰδότι ταῦτα.
πρῶτον μὲν οὖν πολύν τινα χρόνον ἄλλα τινὰ ἔπραττεν ὁ ὄχλος, καὶ ἐβόων ποτὲ μὲν πρᾴως καὶ ἱλαροὶ πάντες, ἐπαινοῦντές τινας, ποτὲ δὲ σφόδρα καὶ ὀργίλως. [25] ἦν δὲ τοῦτο χαλεπὸν τὸ τῆς ὀργῆς αὐτῶν· καὶ τοὺς ἀνθρώπους εὐθὺς ἐξέπληττον οἷς ἀνέκραγον, ὥστε οἱ μὲν αὐτῶν περιτρέχοντες ἐδέοντο, οἱ δὲ τὰ ἱμάτια ἐρρίπτουν ὑπὸ τοῦ φόβου. ἐγὼ δὲ καὶ αὐτὸς ἅπαξ ὀλίγου κατέπεσον ὑπὸ τῆς κραυγῆς, ὥσπερ κλύδωνος ἐξαίφνης ἢ βροντῆς ἐπιρραγείσης. [26] ἄλλοι δέ τινες ἄνθρωποι παριόντες, οἱ δ᾽ ἐκ μέσων ἀνιστάμενοι, διελέγοντο πρὸς τὸ πλῆθος, οἱ μὲν ὀλίγα ῥήματα, οἱ δὲ πολλοὺς λόγους. καὶ τῶν μὲν ἤκουον πολύν τινα χρόνον, τοῖς δὲ ἐχαλέπαινον εὐθὺς φθεγξαμένοις καὶ οὐδὲ γρύζειν ἐπέτρεπον.

…………………………………………………………

[41] εἰπόντος δὲ αὐτοῦ τοιαῦτα, πάλιν ὁ ἐξ ἀρχῆς ἐκεῖνος ἀντέλεγεν, καὶ ἐλοιδοροῦντο ἐπὶ πολύ. τέλος δὲ καὶ ἐμὲ ἐκέλευον εἰπεῖν ὅ τι βούλομαι.
καὶ τί με, ἔφην, δεῖ λέγειν; πρὸς τὰ εἰρημένα, εἶπέ τις τῶν καθημένων. οὐκοῦν λέγω, ἔφην, ὅτι οὐθὲν ἀληθές ἐστιν ὧν εἴρηκεν. [42] ἐγὼ μέν, ὦ ἄνδρες, ἐνύπνια ᾤμην, ἔφην, ὁρᾶν, ἀγροὺς καὶ κώμας καὶ τοιαῦτα φλυαροῦντος. ἡμεῖς δὲ οὔτε κώμην ἔχομεν οὔτε ἵππους οὔτε ὄνους οὔτε βοῦς. εἴθε γὰρ ἦν ἔχειν ἡμᾶς ὅσα οὗτος ἔλεγεν ἀγαθά, ἵνα καὶ ὑμῖν ἐδώκαμεν καὶ αὐτοὶ τῶν μακαρίων ἦμεν. καὶ τὰ νῦν δὲ ὄντα ἡμῖν ἱκανά ἐστιν, ἐξ ὧν εἴ τι βούλεσθε λάβετε· κἂν πάντα ἐθέλητε, ἡμεῖς ἕτερα κτησόμεθα. ἐπὶ τούτῳ δὲ τῷ λόγῳ ἐπῄνεσαν.

[43] εἶτα ἐπηρώτα με ὁ ἄρχων τί δυνησόμεθα δοῦναι τῷ δήμῳ. κἀγώ, Τέσσαρα, ἔφην, ἐλάφεια δέρματα πάνυ καλά. οἱ δὲ πολλοὶ αὐτῶν ἐγέλασαν. ὁ δὲ ἄρχων ἠγανάκτησε πρός με. τὰ γὰρ ἄρκεια, ἔφην, σκληρά ἐστιν καὶ τὰ τράγεια οὐκ ἄξια τούτων, ἄλλα δὲ παλαιά, τὰ δὲ μικρὰ αὐτῶν· εἰ δὲ βούλεσθε, κἀκεῖνα λάβετε. πάλιν οὖν ἠγανάκτει καὶ ἔφη με ἄγροικον εἶναι παντελῶς. [44] κἀγώ, Πάλιν, εἶπον, αὖ καὶ σὺ ἀγροὺς λέγεις; οὐκ ἀκούεις ὅτι ἀγροὺς οὐκ ἔχομεν;
ὁ δὲ ἠρώτα με εἰ τάλαντον ἐκάτερος Ἀττικὸν δοῦναι θέλοιμεν. ἐγὼ δὲ εἶπον, Οὐχ ἵσταμεν τὰ κρέα ἡμεῖς· ἃ δ᾽ ἂν ᾖ, δίδομεν. ἔστι δὲ ὀλίγα ἐν ἁλσί, τἄλλα δ᾽ ἐν τῷ καπνῷ ξηρά, οὐ πολὺ ἐκείνων χείρω, σκελίδες ὑῶν καὶ ἐλάφειοι καὶ ἄλλα γενναῖα κρέα. [45] ἐνταῦθα δὴ ἐθορύβουν καὶ ψεύδεσθαί με ἔφασαν. ὁ δὲ ἠρώτα με εἰ σῖτον ἔχομεν καὶ πόσον τινά. εἶπον τὸν ὄντα ἀληθῶς· δύο, ἔφην, μεδίμνους πυρῶν καὶ τέτταρας κριθῶν καὶ τοσούτους κέγχρων, κυάμων δὲ ἡμίεκτον· οὐ γὰρ ἐγένοντο τῆτες. τοὺς μὲν οὖν πυροὺς καὶ τὰς κριθάς, ἔφην, ὑμεῖς λάβετε, τὰς δὲ κέγχρους ἡμῖν ἄφετε. εἰ δὲ κέγχρων δεῖσθε, καὶ ταύτας λάβετε.

[46] οὐδὲ οἶνον ποιεῖτε; ἄλλος τις ἠρώτησεν. ποιοῦμεν, εἶπον, ἂν οὖν τις ὑμῶν ἀφίκηται, δώσομεν· ὅπως δὲ ἥξει φέρων ἀσκόν τινα· ἡμεῖς γὰρ οὐκ ἔχομεν. πόσαι γάρ τινές εἰσιν ὑμῖν ἄμπελοι; δύο μέν, ἔφην, αἱ πρὸ τῶν θυρῶν, ἔσω δὲ τῆς αὐλῆς εἴκοσι· καὶ τοῦ ποταμοῦ πέραν ἃς ἔναγχος ἐφυτεύσαμεν, ἕτεραι τοσαῦται· εἰσὶ δὲ γενναῖαι σφόδρα καὶ τοὺς βότρυς φέρουσι μεγάλους, ὅταν οἱ παριόντες ἐπαφῶσιν αὐτούς. [47] ἵνα δὲ μὴ πράγματα ἔχητε καθ᾽ ἕκαστον ἐρωτῶντες, ἐρῶ καὶ τἄλλα ἐστιν ἡμῖν· αἶγες ὀκτὼ θήλειαι, βοῦς κολοβή, μοσχάριον ἐξ αὐτῆς πάνυ καλόν, δρέπανα τέτταρα, δίκελλαι τέτταρες, λόγχαι τρεῖς, μάχαιραν ἡμῶν ἑκάτερος κέκτηται πρὸς τὰ θηρία. τὰ δὲ κεράμια σκεύη τί ἂν λέγοι τις; καὶ γυναῖκες ἡμῖν εἰσι καὶ τούτων τέκνα· οἰκοῦμεν δὲ ἐν δυσὶ σκηναῖς καλαῖς· καὶ τρίτην ἔχομεν, οὗ κεῖται τὸ σιτάριον καὶ τὰ δέρματα.

[48] νὴ Δία, εἶπεν ὁ ῥήτωρ, ὅπου καὶ τὸ ἀργύριον ἴσως κατορύττετε. οὐκοῦν, ἔφην, ἀνάσκαψον ἐλθών, ὦ μῶρε. τίς δὲ κατορύττει ἀργύριον; οὐ γὰρ δὴ φύεταί γε. ἐνταῦθα πάντες ἐγέλων, ἐκείνου μοι δοκεῖν καταγελάσαντες.
ταῦτα ἔστιν ἡμῖν· εἰ οὖν καὶ πάντα θέλετε, ἡμεῖς ἑκόντες ὑμῖν χαριζόμεθα, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς ἀφαιρεῖσθαι δεῖ πρὸς βίαν ὥσπερ ἀλλοτρίων ἢ πονηρῶν· [49] ἐπεί τοι καὶ πολῖται τῆς πόλεώς ἐσμεν, ὡς ἐγὼ τοῦ πατρὸς ἤκουον. καί ποτε ἐκεῖνος δεῦρο ἀφικόμενος, ἐπιτυχὼν ἀργυρίῳ διδομένῳ, καὶ αὐτὸς ἔλαβεν ἐν τοῖς πολίταις. οὐκοῦν καὶ τρέφομεν ὑμετέρους πολίτας τοὺς παῖδας. κἄν ποτε δέησθε, βοηθήσουσιν ὑμῖν πρὸς λῃστὰς ἢ πρὸς πολεμίους. νῦν μὲν οὖν εἰρήνη ἐστίν· ἐὰν δέ ποτε συμβῇ καιρὸς τοιοῦτος, εὔξεσθε τοὺς πολλοὺς φανῆναι ὁμοίους ἡμῖν.

[21] Ο σύγαμπρός μου, πενήντα χρονών άνθρωπος, δεν κατέβηκε ποτέ του σε πόλη, ενώ εγώ μόνο δυο φορές, τη μια με τον πατέρα μου, παιδί ακόμη, τότε που είχαμε τα βόδια. Ύστερα ήρθε κάποιος ζητώντας λεφτά, λες και είχαμε καθόλου, και προστάζοντας να τον ακολουθήσουμε στην πόλη. Λεφτά δεν υπήρχαν και ορκίστηκα πως δεν έχουμε, αλλιώς θα του τα είχαμε δώσει. [22] Τον φιλοξενήσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε και του δώσαμε δυο ελαφίσια δέρματα. Και εγώ τον ακολούθησα στην πόλη,1 γιατί είπε πως ο ένας από τους δυο μας ήταν ανάγκη να κατεβεί και να δώσει εξηγήσεις.

Είδα λοιπόν, όπως και την πρώτη φορά, πολλά μεγάλα σπίτια και γύρω τους τείχος δυνατό και πάνω του κάτι οικοδομήματα ψηλά και τετράγωνα,2 και πολλά καράβια αγκυροβολημένα σε εντελώς γαλήνια νερά, σαν να ήταν λίμνη. [23] Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει πουθενά εδώ που ναυάγησες, και για τούτο χάνονται τα καράβια. Αυτά λοιπόν έβλεπα και πολύ κόσμο στριμωγμένο στο ίδιο μέρος, και ήταν τόσος ο σαματάς και το φωνοκόπι, που θαρρούσα πως όλοι τους πολεμούσαν μεταξύ τους. Με οδηγεί λοιπόν σε κάποιους άρχοντες και λέει γελώντας: «Να αυτός που με στείλατε να φέρω. Όμως δεν έχει παρά τα μαλλιά του και μια καλύβα με πολύ γερά ξύλα». [24] Οι άρχοντες τραβούσαν για το θέατρο και εγώ τους ακολουθούσα. Το θέατρο είναι βαθουλό σα φαράγγι, όχι όμως πολύ μακρύ από τις δυο πλευρές αλλά μισοστρόγγυλο, όχι έργο της φύσης αλλά χτισμένο με πέτρες. Μπορεί όμως να με κοροϊδεύεις που σου διηγιέμαι πράγματα πάρα πολύ γνωστά σου.

Στην αρχή λοιπόν το πλήθος καταγινόταν πολλή ώρα με άλλα θέματα, κι άλλοτε όλοι τους φώναζαν μαλακά και καλόκεφα επαινώντας κάποιους ομιλητές, άλλοτε όμως δυνατά και οργισμένα. [25] Η οργή τους ήταν φοβερή και παρευθύς τρόμαζαν εκείνους εναντίον των οποίων κραύγαζαν, έτσι που άλλοι τους να τρέχουν ολόγυρα και να παρακαλάνε και άλλοι να πετάνε τα ρούχα τους από φόβο. Κι εγώ ο ίδιος μια φορά λίγο και θα έπεφτα κατάχαμα από την κραυγή του πλήθους, που ξέσπασε σαν ξαφνική τρικυμία ή βροντή. [26] Μερικοί ανέβαιναν στο βήμα, ενώ άλλοι σηκώνονταν ανάμεσα στο πλήθος και απευθύνονταν σ᾽ αυτό είτε με λίγες κουβέντες είτε με ατέλειωτους λόγους. Άλλους τους άκουγαν πολλή ώρα, άλλους όμως τους αποπαίρναν με αγανάκτηση από την πρώτη τους λέξη και μήτε γρυ δεν τους άφηναν να πουν.

 

..............................................................................

 

[41] Όταν τελείωσε, σηκώθηκε πάλι ο καλός σου ο πρώτος κι άρχισε τις αντιλογίες, και λογομαχούσαν χοντρά για ώρα. Τέλος με πρόσταξαν να πω κι εγώ ό ,τι θέλω.

«Και τι πρέπει να πω;» ρώτησα. «Να απαντήσεις σε όσα άκουσες», είπε κάποιος ακροατής. «Λοιπόν λέω», αποκρίθηκα, «πως ετούτος δεν είπε ούτε μιαν αλήθεια.3 [42] Κι εγώ, αλήθεια, πολίτες, νόμιζα πως ονειρευόμουν, καθώς φλυαρούσε για χωράφια και χωριά και τα ρέστα. Ούτε χωριό έχουμε ούτε άλογα ούτε γαϊδούρια ούτε βόδια. Μακάρι να είχαμε τα καλά που αράδιαζε αυτός, για να δίναμε και σε σας και να ήμασταν κι εμείς πλούσιοι. Αλλά και όσα έχουμε τώρα μας φτάνουν, και αν θέλετε κάτι από αυτά, πάρτε το. Αν πάλι τα θέλετε όλα, εμείς θα αποχτήσουμε άλλα». Στο σημείο αυτό με επιδοκιμάσανε.

[43] Ύστερα έπιασε να με ρωτάει ο άρχοντας τι θα μπορούσαμε να δώσουμε στο δήμο. «Τέσσαρα ωραιότατα δέρματα ελαφιού», αποκρίθηκα. Οι περισσότεροι γέλασαν, ο άρχοντας όμως θύμωσε μαζί μου. «Τα αρκουδοτόμαρα», πρόσθεσα, «είναι τραχιά και τα τραγοτόμαρα δεν αξίζουν όσο τα ελαφοδέρματα, και άλλα είναι παλιά, άλλα μικρά. Αν ωστόσο τα θέλετε, πάρτε τα κι εκείνα». Πάλι αγανάκτησε και μου είπε: «Είσαι εντελώς αγροίκος». [44] «Πάλι για αγρούς ξαναμιλάς κι εσύ; Δεν άκουσες πως δεν έχουμε αγρούς;»,4 του απάντησα.

Εκείνος με ρώτησε υστέρα αν θέλαμε να δώσουμε από ένα αττικό τάλαντο5 ο καθένας, κι εγώ αποκρίθηκα: «Εμείς δεν τα ζυγίζουμε τα κρέατα, όσο είναι θα σας το δώσουμε. Έχουμε λίγο αλατισμένο, το υπόλοιπο είναι καπνιστό, σχεδόν εξίσου καλό. Είναι μεγάλα κομμάτια από αγριογούρουνο και ελάφι, και άλλα εκλεκτά κρέατα». Εδώ άρχισαν τις φωνές και έλεγαν πως λέω ψέματα. [45] Ο άρχοντας με ρώτησε αν έχουμε στάρι και πόσο. Είπα ακριβώς την ποσότητα: «Δυο μέδιμνους6 στάρι, τέσσερες κριθάρι, άλλους τόσους κεχρί και ένα δωδέκατο του μέδιμνου κουκιά, γιατί φέτος δεν έγιναν. Πάρτε λοιπόν εσείς το στάρι και το κριθάρι κι αφήστε μας το κεχρί. Αν όμως σας χρειάζεται κεχρί, πάρτε το κι αυτό».

[46] «Ούτε κρασί δεν κάνατε;», ρώτησε κάποιος άλλος. «Κάνουμε», αποκρίθηκα. «Αν λοιπόν έρθει κανένας σας, θα του δώσουμε, να θυμηθεί όμως να φέρει και κανά ασκί, γιατί εμείς δεν έχουμε». «Δηλαδή πόσα κλήματα έχετε;». «Δυο μπροστά στις πόρτες και είκοσι στη μάντρα μέσα. Άλλα τόσα, που τα φυτέψαμε τώρα τελευταία, πέρα από το ποτάμι. Είναι εκλεκτά κλήματα και κάνουν μεγάλα τσαμπιά -όταν οι περαστικοί τα αφήνουν. [47] Για να μην μπαίνετε όμως σε κόπο ρωτώντας για το καθένα, θα σας απαριθμήσω και τα άλλα μας υπάρχοντα. Έχουμε λοιπόν οχτώ κατσίκες, μια κοτσονούρα αγελάδα, ένα πολύ όμορφο μοσχαράκι, δικό της, τέσσερα δρεπάνια, τέσσερα δικέλια, τρεις λόγχες, και ο καθένας μας έχει από ένα μαχαίρι για τα θηρία. Δε χρειάζεται, νομίζω, να κάνω λόγο και για τα πήλινα σκεύη. Έχουμε ακόμα γυναίκες και παιδιά. Κατοικούμε σε δυο ωραίες καλύβες. Σε μια τρίτη είναι αποθηκευμένο το στάρι και τα δέρματα».

[48] «Όπου, μα τον Δία, παραχώνετε ίσως τα λεφτά», είπε ο πρώτος. «Έλα λοιπόν και σκάψε, ανόητε», αποκρίθηκα. «Ποιος παραχώνει λεφτά, πράμα που δε φυτρώνει;». Τότε όλοι άρχισαν να γελάνε κοροϊδεύοντάς τον, θαρρώ.

«Αυτά λοιπόν έχουμε. Και αν ακόμη τα θέλετε όλα, εμείς σας τα χαρίζουμε με τη θέλησή μας και δεν υπάρχει λόγος να μας τα πάρετε με τη βία, σα να είμαστε εχθροί σαςή κατεργάρηδες. [49] Άλλωστε είμαστε και πολίτες αυτής της πόλης, καθώς άκουγα να λέει ο πατέρας μου. Και μάλιστα κάποτε που ήρθε εδώ κι έτυχε να μοιράζονται λεφτά, πήρε κι αυτός μαζί με τους άλλους πολίτες. Και τα παιδιά μας τα ανατρέφουμε ως συμπολίτες σας. Και αν κάποτε βρεθείτε σε ανάγκη, θα σας βοηθήσουν εναντίον ληστών ή εχθρών. Τώρα βέβαια έχουμε ειρήνη, αν όμως κάποτε φτάσει καιρός πολέμου, θα εύχεστε να μας μοιάσει το πλήθος.7

 

(μετάφραση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος)

 

1 Πρόκειται πιθανώς για την Κάρυστο, που ήταν η πλησιέστερη στον Καφηρέα μεγάλη πόλη.

2 Εννοεί προφανώς τους πύργους της οχυρωμένης πόλης.

3 Ο κυνηγός απαντά στις κατηγορίες που διατυπώθηκαν από τον προηγούμενο ομιλητή, ότι έχει πλουτίσει από την καλλιέργεια της δημόσιας γης που κατέχει παράνομα, χωρίς μάλιστα να καταβάλει τους οφειλόμενους φόρους.

4 Πρόκειται για λογοπαίγνιο με τα "άγροικος" και "αγροί", λέξεις ετυμολογικά συγγενείς. Οι αστοί θεωρούν αγροίκο τον κυνηγό για τα είδη που προσφέρεται να δώσει, αλλά και για το άκομψο του λόγου του.

5 Το τάλαντο ήταν ταυτόχρονα μονάδα μέτρησης χρήματος που αντιστοιχούσε σε 60 αττικάς μνάς (κάθε μνά αντιστοιχούσε σε 100 αττικές δραχμές), και μονάδα μέτρησης βάρους, της οποίας το μέγεθος εποίκιλλε ανάλογα με τα διάφορα μετρικά συστήματα. Εδώ η παρανόηση, η οποία προσδίδει κωμικό τόνο στο κείμενο, οφείλεται στο γεγονός ότι ο αστός εννοεί το τάλαντο ως χρηματική μονάδα, ενώ ο αγρότης ως μέτρο βάρους.

6 Μονάδα μέτρησης των σιτηρών, που αντιστοιχεί περίπου σε 55 σημερινά λίτρα.

7 Εδώ ο κυνηγός απευθύνει έμμεσα μομφή κατά των αστών· η μαλθακή ζωή στις πόλεις είχε ως αποτέλεσμα οι αστοί να μην διαθέτουν την απαιτούμενη σε καιρό πολέμου ρώμη.