Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

163. – “Μοιχαλὶς”

Σύμφωνα με έναν αρχαίο ορισμό, «ο μίμος είναι μίμηση του βίου που περιέχει και αυτά που είναι αποδεκτά και αυτά που δεν είναι» (μῖμός ἐστιν μίμησις βίου τά τε συγκεχωρημένα καὶ τὰ ἀσυγχώρητα περιέχων,)-θα λέγαμε ότι ο μίμος μιμείται πρωτίστως «αυτά που δεν είναι αποδεκτά», δηλ. τις ποικίλες αποκλίσεις ή παρεκτροπές από τους ηθικούς, κοινωνικούς και άλλους κανόνες. Συνήθως αναπαριστά, με τρόπο ρεαλιστικό, σκηνές της καθημερινής ζωής, με ιδιαίτερη προτίμηση στο άσεμνο. Μπορεί να υπάρχει γραπτό κείμενο, συχνά όμως οι συντελεστές αυτοσχεδιάζουν. Η παράσταση δίνεται από ολόκληρο θίασο ή και από έναν μόνο ερμηνευτή, άντρα ή (πρώτη φορά στο θέατρο) γυναίκα. Οι ηθοποιοί (μίμοι) κατά κανόνα παίζουν χωρίς προσωπείο. Οι παραστάσεις, στις οποίες σημαντική θέση κατέχει η μουσική και η όρχηση, δίνονται στο θέατρο, αλλά και με οποιαδήποτε άλλη αφορμή (συμπόσια, πανηγύρια κ.ο.κ.). Η αποδέσμευση του μίμου από τον θεατρικό χώρο, από τον υποχρεωτικό για τα "υψηλά" δραματικά είδη χορό και από τη δυσβάσταχτη δαπάνη μιaς "κλασικής" παράστασης του έδωσε μοναδική ευελιξία και τον μετέτρεψε κατά τους ελληνιστικούς και αυτοκρατορικούς χρόνους σε δημοφιλέστατο θέαμα, που απευθυνόταν σ᾽ ένα κοινό που ενδιαφερόταν περισσότερο «για χοντρά λαϊκά αστεία, το άσεμνο θέαμα και την ευχάριστη μουσική» (Ι. Στεφανής).

Το "ταπεινό" είδος τον μίμου υπήρχε πριν από την επίσημη αναγνώριση -με την καθιέρωση δραματικών αγώνων- των "υψηλών" δραματικών ειδών, της τραγωδίας και της κωμωδίας, συνέχισε να υπάρχει στο περιθώριο, την εποχή της ακμής των ειδών αυτών, και έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος της σκηνής και της ορχήστρας, όταν τα είδη εκείνα, στοιχεία των οποίων αφομοίωσε, παρήκμασαν.

Λογοτεχνική μορφή έδωσε στον μίμο ο σύγχρονος του Ευριπίδη Σώφρων ο Συρακούσιος, που η παράδοση λέει ότι τον θαύμαζε ο Πλάτων. Ο Σώφρων έγραψε σε δωρική διάλεκτο και σε -ενίοτε έρρυθμο- πεζό λόγο μίμους ἀνδρείους (με ανδρικούς ρόλους) και γυναικείους (με γυναικείους ρόλους). Έπειτα από μια περίοδο ύφεσης κατά τον 4ο αιώνα, ο μίμος κερδίζει και πάλι έδαφος την εποχή της ακμής της ελληνιστικής ποίησης (3ος αι. π.Χ.), όταν ποιητές όπως ο Θεόκριτος ή ο Ηρώνδας γράφουν ποιήματα, τα οποία, παρά το γεγονός ότι δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν με τη στενή έννοια μίμοι, έχουν απαραγνώριστα μιμικά στοιχεία. Συγκεκριμένη εικόνα για τη μετέπειτα εξέλιξη του είδους παρέχουν κυρίως τα αποσπάσματα μίμων τα οποία παραδίδονται σε πάπυρους. Ένα τέτοιο απόσπασμα είναι και το ανθολογούμενο.

Ο πάπυρος χρονολογείται στον 2ο αι. μ.Χ. Εικάζεται ότι ο συγγραφέας έζησε στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. Αυτός ο ιδιαίτερα ενδιαφέρων μίμος έχει το ίδιο θέμα με τον πέμπτο μιμίαμβο του Ηρώνδα (Ζηλότυπος), που προφανώς αποτέλεσε το πρότυπο.

Μια κυρία θέλει να κοιμηθεί μ᾽ έναν δούλο της, εκείνος όμως αρνείται για χάρη της αγαπημένης του, της δούλης Απολλωνίας. Η κυρία καταδικάζει και τους δύο σε θάνατο και αναθέτει σε άλλους δούλους την εκτέλεση. Εκείνοι φαίνεται ότι τους άφησαν ελεύθερους και είπαν ότι εξαφανίστηκαν με θεϊκή παρέμβαση. Η κυρία απαιτεί να συλληφθούν και να θανατωθούν με φρικτό τρόπο. Η Απολλωνία επιστρέφει και συλλαμβάνεται. Δίνεται διαταγή να εκτελεστεί και να συλληφθεί ο Αίσωπος. Φέρνουν τον δήθεν νεκρό Αίσωπο. Η κυρία τον μοιρολογεί. Με τη βοήθεια του δούλου Μάλακου η κυρία σχεδιάζει να δηλητηριάσει τον άνδρα της. Το σχέδιο εκτελείται και σε λίγο τον φέρνουν στη σκηνή νεκρό, νποτίθεται. Δυο δούλοι θρηνούν γι᾽ αυτόν, ο ένας τραγικά, ο άλλος, ο ένοχος Μάλακος, ειρωνικά. Ξαφνικά ο υποτιθέμενος νεκρός πετάγεται έξω από το φέρετρο και ζητάει από τον πρώτο δούλο να ξυλοφορτώσει τον Μάλακο.

Πιθανώς ολόκληρο το έργο -και τους ρόλους των ομιλούντων δούλων-το ερμήνευσε η αρχιμίμα, η πρωταγωνίστρια του θιάσου.

Ι

]ζωσωμαι. / ἐρῶ νῦν παιδ(ός). /
αὐ]τὸν ἵνα με βινήσῃ. / τί οὖν
μά]στιγας. / δοῦλε, προσελθών
] / φαιδρόν. / μαστιγία, ἐγὼ ἡ κυρία
το]ύτου. κελεύω καὶ οὐ γίνεται; / οὐ θέλεις
μ]αίνεσ(θαι) ποιήσ(εις). / [κόμισο]ν τὰς μάστιγ(ας)
θᾶ]ττ(ον) πο(ι)ήσ(εις). / οὐδὲ σὺ θέλεις; παῖδες, τοὺς
φύλακας καλῶ·] οὐδὲν γίνεται; δὸς ὧδε τὰς μάστιγ(ας). /
] ἕστηκεν Αἴσωπ(ος) ὁ τὴν δούλ(ην) καταδεξό(μενος) /
] το[ὺς ὀδόν]τας ἀράσσ(ουσα) αὐτ(τῷ) ἐκτινάξ(ω); ἰδοῦ ≡ /
κ]υρί᾽· —εἰ δὲ σὲ σκάπτειν ἐκέλευο(ν) / εἰ δ᾽ ἀροτριᾶν; /
εἰ] δὲ λίθ(ους) βαστάζ(ειν) / τῷ γυναικε(ίω) γέν(ει) συντεθραμμ(ένον);
πάντων οὖν τῶν ἐν τῷ ἀγρῷ ἔργων γινομέν(ων)
ὁ ἐμός σοι κύσθ(ος) σκληρότε(ρος) ἐφάνη;
ἀ]λόγιστ(ε), πονηρί(αν) τινὰ μένεις καὶ αὐχ(εῖς), καὶ τοῦτο σὺν τῇ πώλῳ
Ἀπολλ(ωνίᾳ)· ὥστε, παῖδ(ες), συνλαβόντ(ες) τοῦτον ἕλκετε ἐπὶ τὴν
πεπρωμένην. προάγετε νῦν κἀκείνην ὡς ἔστιν
πεφιμωμένη. ὑμῖν λέγω, ἀπαγαγόντες αὐτοὺς
κατὰ ἀμφότερα τὰ ἀκρωτήρι[α κ]αὶ τὰ παρακείμενα
δένδρα προσδήσατε, μακρὰν διασπ[ά]σαντες
ἄλλον ἀπ᾽ [ἄ]λλου καὶ βλέπετε μή πο(τε) τῷ ἑτέρῳ
δείξητε, μὴ τῆς ἀλλήλων ὄψεως [πλ]ησθέντες
μεθ᾽ ἡδον[ῆ]ς ἀποθάνωσι. σφαγιάσαντες δὲ αὐτοὺς
πρός με ἔσω ἀντᾶτε. εἴρηκα· ἐγὼ δ᾽ ἔνδον εἰσ-
ελεύσομα[ι].

ΙΙ

τί λέγετε ὑμ(εῖς); ὄντ(ως) ο[ἱ] θεοὶ ὑμῖν
ἐφαντάσθ(ησαν), [κ]αὶ ὑμεῖς ἐφοβήθ[ητ]ε, κα[ὶ . . . . . . . .
γεγόνασι; [ἐ]γὼ [ὑ]μῖν καταγγ[έλλω], ἐκεῖνοι
εἰ καὶ ὑμᾶ[ς] δ[ιέ]φυγον τοὺς ὀρε[ο]φ[ύλ]ακας οὐ μὴ λάθωσι.
νυνὶ δὲ τοῖς θεοῖς ἀπαρᾶσ(θ)αι βούλομαι, Σπινθήρ·
ὄμοσον· ἐπιπ . . σ . . . . . . . ινόμενα. λ[έγ]ετε
τὰ πρὸς τὰ[ς] θυσίας. ἐπειδὰν οἱ θεοὶ καὶ ἐπ᾽ ἀγαθῷ
ἡμῖν φα[ί]νεσθαι μέλλω(σιν) ὡς προσέχ(οντες) ὑμνήσ(ατε)
τοὺς θεού[ς]. μαστιγία, οὐ θέλ(εις) ποιεῖν τὰ ἐπιτασσόμε(να);
τί γέγονε[ν; ἦ] μαίνῃ; εἰσελθόντ(ες) ἴδετε τίς ἐστιν.

ΙΙΙ

τί φησιν; (ἥδ᾽) ἦν ἄρα; ἴδετε μὴ [κ]αὶ ὁ ὑπερήφανος
ἔσω ἐστί. ὑμῖν λέγω, ἀπαλλά[ξα]ντες ταύτην πα-
ράδοτε τ[οῖς] ὀρεοφύλαξι καὶ εἴπατε ἐν πολλῷ σιδήρῳ
τηρεῖν ἐ[π]ιμελῶς. ἕλκετε, σύρετε, ἀπάγετε.
καὶ ὑ[μ]εῖ[ς δ]ὲ ἐκεῖνον ἀναζητήσαντες ἀποσφα-
γιάσαντές τ]ε προβάλετε ἵνα [ἐγ]ὼ αὐτὸν νεκρὸν ἴδω.
ἔλθετε Σπι]νθήρ, Μάλακε, μετ᾽ ἐμοῦ·

IV

ἐξιοῦσα
. . . . . . ἀκρ]ιβῶς νῦν ἰδεῖν πειράσομαι εἰ τέθνηκε
ἐκεῖνος, ὅ]πως μὴ πάλιν πλανῇ μ᾽ ἔρις. ὧδε μὲν
. . . . . . . . .]καμαι τὰ ὧδε. ἐέ, ἰδ[ο]ῦ οὗτος· αἲ ταλαί-
πωρε, σὺ γὰρ] ἤθελες οὕτω ῥιφῆναι μᾶλλον ἢ ἐμὲ
φιλεῖν; κε]ίμενον δὲ κωφὸν πῶς ἀποδύρομαι; νεκρῷ
εἴ τίς ποτ]ε γέγονεν, ἦρται πᾶσα ἔρις. ἀνάπαυσον
. . . . . . . . κ]εκ[α]ρμένας φρένας ἀρῶ.
Σπινθήρ, πόθεν σου ὁ ὀφθαλμὸς ἡμέρωται; ὧδε ἄνω
συνείσελθέ μοι, μαστιγία, ὅπως οἶνον διυλίσω. εἴσελθε,
εἴσελθε, μαστιγία· ὧδε πάρελθε. ποταπὰ περιπατεῖς;
ὧδε στρέφου.

V

ποῦ σου τὸ ἥμισυ τοῦ χιτωνί(ου), τὸ ἥμισυ;
ἐγώ σοι πάντα περὶ πάντων ἀποδώσω. οὕτω μοι
δέδοκται, Μάλακε· πάντας ἀνελοῦσα καὶ πωλήσασα
τὰ ὑπάρχοντά πού ποτε χωρίσεσθαι. νῦν τοῦ γέροντ(ος)
ἐγκρατὴς θέλω γενέσ(θαι) πρίν τι τούτ(ων) ἐπιγνοῖ· καὶ γὰρ εὐκαίρως
ἔχω φάρμακον θανάσιμον μετ᾽ οἰνομέλιτος διηθήσασα
δώσω αὐτῷ πεῖν. ὥστε πορευθεὶς τῇ πλατ(ε)ίαι θύρᾳ κά-
λεσον αὐτὸν ὡς ἐπὶ διαλλαγάς. ἀπελθόντες καὶ ἡμεῖς
τῷ παρασίτῳ τὰ περὶ τοῦ γέροντος προσαναθώμεθα.

VI

παιδίον, παῖ· τὸ τοιοῦτόν ἐστιν, παράσιτε· οὗτος τίς ἐστι;
αὕτη δέ; τί οὖν αὐτῇ ἐγένετο; ἀ[ποκ]άλυψον ἵνα ἴδω
αὐτήν. χρείαν σου ἔχω. τὸ τοιοῦτόν ἐστιν, παράσιτε.
μετανοήσασ(α) θέλ(ω) τῷ γέροντ(ι) διαλλαγ(ῆναι). πορευθεὶς οὖν
ἴδε αὐτὸν καὶ ἄγε πρὸς ἐμέ, ἐγὼ δὲ εἰσελθοῦσα τὰ πρὸς τὸ
ἄριστον ὑμῖν ἑτοιμάσ[ω].

VII

ἐπαινῶ, Μάλακε, τὸ τάχος.
τ[ὸ] φάρμακον ἔχεις συγκεκραμένον καὶ τὸ ἄριστον
ἕ[τοι]μόν ἐστι; τὸ ποῖον; Μάλακε, λαβὲ ἰδοὺ οἰνόμελι.
τάλας, δοκῶ πανόλημπτος γέγονεν ὁ παράσιτος· τάλας, γελᾷ.
σ[υν]ακολουθήσ[α]τε αὐτῷ μὴ καί τι πάθῃ. τοῦτον μὲν ὡς
ἐβ[ο]υλόμην τετ[έ]λεσται· εἰσελθ[όν]τες περὶ τῶν λοιπῶν
ἀσφαλέστερον βουλευσώμεθα. Μάλακε, πάντα ἡμῖν κατὰ
γνώμην προκεχώρηκε, ἐὰν ἔτι τὸν γέροντα ἀνέλωμεν.

VIII

παράσιτε, τί γέγονεν; αἲ πῶς; μάλιστα, πάντων γὰρ
ν[ῦ]ν ἐγκρατὴς γέγονα. [ΣΠΙΝΘΗΡ] ἄγωμεν, παράσιτε. τί οὖν θέλεις;
[ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ] Σπινθήρ, ἐπίδος μοι φόνον ἱκανόν. [ΣΠΙΝΘΗΡ] παράσιτε, φοβο[ῦ]μαι
μὴ γελάσω. [ΜΑΛΑΚΟΣ] καὶ καλῶς λέγεις. [ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ] λέγω· τί με δεῖ λέγειν;
πά[τ]ερ κύριε, τίνι με καταλείπεις; ἀπολώλεκά μου τὴν
παρρησ(ίαν), τὴν δόξ(αν), τὸ ἐλευθέριον φῶς. σύ μου ἦς ὁ κύριος. τούτῳ —
[ΜΑΛΑΚΟΣ] ἄφες, ἐγὼ αὐτὸν θρηνήσω. οὐαί σοι, ταλαίπωρε, ἄκληρε,
ἀ[λγ]εινέ, ἀναφρόδιτε· οὐαί σοι· [ΔΕΣΠΟΤΗΣ] οὐαί μοι· οἶδα γάρ σε ὅστις
π[οτ]ὲ εἶ. Σπινθήρ, ξύλα ἐπὶ τοῦτον. οὗτος πάλιν τίς ἐστιν;
[ΣΠΙΝΘΗΡ] μένουσι σῶοι, δέσποτα.

Ι

ΚΥΡΑ (που την παίζει η αρχιμίμα)-ΑΙΣΩΠΟΣ, δούλος ερωτευμένος με την Απολλωνία -ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ, δούλη - ΣΠΙΝΘΗΡ, ΜΑΛΑΚΟΣ, δούλοι -ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ του Γέρου -ΓΕΡΟΣ ΑΦΕΝΤΗΣ (άντρας της Κυράς) -ΑΛΛΟΙ ΔΟΥΛΟΙ.

ΚΥΡΑ

Είμ᾽ ερωτευμένη μ᾽ ένα δούλο μου. Μα του κάκου τον καλώ να με πηδήξει. Γιατί χασομεράω; Φέρε το βούρδουλα! Δούλε, μου κάνεις τον ακατάδεχτο; Εγώ είμαι η κυρά. Διατάζω και δε μ᾽ ακούνε; Δε θες, αλιτήριε; Θα με τρελάνεις. Φέρε το βούρδουλα, Μάλακε! Γρήγορα. Γιατί στέκεται εκεί ο Αίσωπος, που γυρεύει τον έρωτα μιας σκλάβας; Θέλει να του ξεριζώσω τα δόντια; Να!

ΑΙΣΩΠΟΣ

Αφέντρα!

ΚΥΡΑ

Αν σε πρόσταζα να σκάψεις, να οργώσεις, να κουβαλήσεις πέτρες, (δεν θα το ̉κανες), κανακάρη των γυναικών; Απ᾽ τις δουλειές του κάμπου σού φαίνεται πιο σκληρό το γυναικείο πράμα; Ξεμυαλισμένε, κάποια κατεργαριά σκαρώνεις και κορδώνεσαι, μαζί μ᾽ αυτή την πουτανίτσα, την Απολλωνία. Λοιπόν, σκλάβοι, αρπάχτε τον και σύρτε τον στη μοίρα του. Φέρτε έξω κι αυτήν, έτσι όπως είναι φιμωμένη. Σας προστάζω, πηγαίντε τους στα δυο ακρωτήρια και δέστε τους στα δέντρα εκεί, χωρίστε τους έτσι που να μην μπορούν να βλέπονται, για να μην πεθάνουν χαρούμενοι χορταίνοντας τα μάτια τους με την όψη ο ένας του άλλου. Κι όταν τους σφάξετε, γυρίστε σε μέναν. Είπα. Πηγαίνω μέσα.

ΙΙ

ΚΥΡΑ

Τι λέτε, δούλοι; Αληθινά, σας φανερώθηκαν οι θεοί, και σκιαχτήκατε; και σας το ᾽σκασαν (οι δυο τους); Κι εγώ σας λεω πως κι αν το ᾽σκασαν, δε θα γλιτώσουν απ᾽ τουςφύλακες του βουνού...

Τώρα, θέλω να ζητήσω την εύνοια των θεών, Σπινθήρ. Ορκίσου, πες τις προσευχές της θυσίας. Κι όταν οι θεοί φανούν καλόβολοι για εμάς, τραγούδησε τους ύμνους τους, σαν να προσέχεις. Σκλάβε, δεν κάνεις αυτό που σε προστάζω; Τι έπαθες; Τρελάθηκες; (Θόρυβος ακούγεται από μέσα). Μπείτε μέσα και δείτε ποιος είναι.

ΙΙΙ

ΚΥΡΑ

Τι λέει; Αυτή είναι η Απολλωνία; Δέστε μην είναι μέσα κι ο φαντασμένος (της). Πάρτε την από δω και δώστε την στους φύλακες, πέστε τους να την αλυσοδέσουν και να τη φυλάνε καλά. Αρπάχτε την, σύρτε την, πάρτε την από δω. Κι εσείς (οι άλλοι) ψάξτε και για κείνον, σκοτώστε τον, και ρίξτε το κορμί του εδώ μπροστά μου, να τονε δω νεκρό. Σπινθήρ, Μάλακε, μαζί μου ελάτε.

IV

ΚΥΡΑ

Θα βγω έξω, δούλοι, να σιγουρευτώ πως είναι πεθαμένος, για να μη με ξανακεντρίσει η ζήλια... Α, να τος! Κακόμοιρε βλάκα, προτίμησες να καταντήσεις έτσι παρά να μ᾽ αγαπήσεις; Κείτεται βουβός - πώς να τόνε θρηνήσω; Ό,τι έχθρητα κι αν είχα εγώ μαζί του, πάει πέρασε... Άστε με να ησυχάσω... να γαληνέψω την αφιονισμένη μου καρδιά... Σπινθήρ, γιατί ᾽ναι τα μάτια σου έτσι λυπημένα; Έλα εδώ πάνω, σε μένα, δούλε. Θέλω να στραγγίξω λίγο κρασί. Έλα, έλα, δούλε. Πού πας; Γύρισε! Τι έγινε το άλλο μισό χιτώνιο σου; Θα σ᾽ αποζημιώσω εγώ για όλα.

V

ΚΥΡΑ

Τ᾽ αποφάσισα, Μάλακε. Θα τους σκοτώσω όλους, θα πουλήσω το βιός μου και θ᾽ αποτραβηχτώ κάπου μακριά... Τώρα, θέλω να κάνω του χεριού μου τον γέρο, πριν μυριστεί το σχέδιο μου. Για καλή μου τύχη, έχω ένα θανατερό φαρμάκι, θα τ᾽ ανακατέψω στο νερόμελο και θα του δώσω να το πιει. Λοιπόν, τρέξε στη μεγάλη πόρτα, φώναξε τον να ᾽ρθει, τάχα πως θέλω να ξαναφιλιώσουμε. Εμείς ας πάμε μέσα, κι ας αφήσουμε τον Παράσιτο να τα κανονίσει με τον γέρο.

VI

ΚΥΡΑ

Δούλε, δούλε! Το πράμα είν᾽ έτσι, Παράσιτε. Ποιος είν᾽ αυτός; Κι αυτή ποια είναι; Τι έπαθε; Ξεσκέπασέ τη να τη δω. Θέλω τη βοήθειά σου. Το πράμα είν᾽ έτσι, Παράσιτε: μετάνιωσα και θέλω να ξαναφιλιωθώ με τον γέρο. Σύρε, λοιπόν, και δες τον, και φέρε μού τον, κι εγώ θα πάω φαΐ για να σας ετοιμάσω.

VII

ΚΥΡΑ

Ευχαριστώ, Μάλακε, που έκανες έτσι γρήγορα. Ανακάτεψες το φαρμάκι; Είν᾽ έτοιμο το φαΐ; Τι; Μάλακε, πάρε το νερόμελο. Ο φουκαράς ο Παράσιτος παλάβωσε; Γελάει! Πάρτε τον από πίσω, δούλοι, και δέστε μην πάθει τίποτα... Λοιπόν, έγιναν όλα όπως τα ήθελα. Ας πάμε μέσα να τ᾽ αποτελειώσουμε με πιο μεγάλη σιγουριά. Μάλακε, όλα θα πάνε μια χαρά, αν ξεμπερδέψουμε και με τον γέρο.

VIII

ΚΥΡΑ

Παράσιτε, τι έγινε; Α! Πώς; Σίγουρα, αφού τους έχω όλους στο χέρι.

(Φέρνουν το σώμα του γέρου μέσα σε φέρετρο).

ΣΠΙΝΘΗΡ

Πάμε Παράσιτε. Τι θες, λοιπόν;

ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ

Σπινθήρ, δώσ᾽ μου αρκετό φαρμάκι.

ΣΠΙΝΘΗΡ

Παράσιτε, φοβάμαι πως θα γελάσω.

ΜΑΛΑΚΟΣ

Καλά λες!

ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ

Λέω -τι να πω; (Τραγικά) Πατέρα κι αφέντη μου, σε ποιόνε με παρατάς; Έχασα τη λεύτερη λαλιά μου, τ᾽ όνομά μου το καλό, το φως της λευτεριάς μου! Εσύ ᾽σουν ο αφέντης μου. Σ᾽ αυτόν-

ΜΑΛΑΚΟΣ (ειρωνικά)

Άσε, θα τόνε θρηνήσω εγώ... Αλί σ᾽ εσένα, κακορίζικε, άκληρε, δυστυχισμένε, που δε σ᾽ αγάπησε κανένας! Αλί σ᾽ εσένα!

ΓΕΡΟΣ (πηδάει έξω απ᾽ το φέρετρο)

Αλί σ᾽ εμένα; Ξέρω ποιος είσαι και τι είσαι! Σπινθήρ, φέρε το στυλιάρι γι᾽ αυτόν εδώ! (Βλέπει τον Αίσωπο).Κι αυτός ποιος είναι;

ΣΠΙΝΘΗΡ

Είναι γεροί κι απείραχτοι, αφέντη (ο Αίσωπος και η Απολλωνία).

 

(μετάφραση Μάριος Πλωρίτης)