Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

154. – Δύσκολος 427-521

Ο Δύσκολος, η μόνη κωμωδία του Μενάνδρου που σώζεται ακέραια, είναι ένα νεανικό αριστούργημα του σημαντικότερου εκπροσώπου της Νέας Κωμωδίας που παρουσιάστηκε στη σκηνή το 316 π.Χ. Το έργο έγινε γνωστό με τη δημοσίευση ενός παπύρου το 1959. Η κωμωδία περιστρέφεται γύρω από τον τύπο -δημοφιλή τόσο στην αρχαιότητα όσο και στην νεότερη εποχή (πβ. Μολλιέρο κ.ά.)- του μισάνθρωπου (εδώ: του Κνήμωνα.) Την κόρη του γεωργού Κνήμωνα, που ζει μόνος με τη γριά υπηρέτριά του, ερωτεύεται με τη θεϊκή παρέμβαση του Πάνα ο γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα, ο Σώστρατος, που βρίσκεται για κυνήγι στην περιοχή. Οι προσπάθειες του Σώστρατου να πάρει πληροφορίες για την κόρη, αλλά και να προσεγγίσει τον ίδιο τον Κνήμωνα, ακόμη και με τη βοήθεια του Γοργία, του γιου της πρώην συζύγου του "δύσκολου", αποβαίνουν άκαρπες. Η μεταστροφή στη στάση του Κνήμωνα θα επέλθει μόνον ύστερα από ένα ατύχημα που του συμβαίνει, όταν πέφτει στο πηγάδι του σπιτιού του και καταφέρνει να βγει με τη βοήθεια που του προσφέρει ο Γοργίας. Η κωμωδία έχει φυσικά αίσιο τέλος: ο Σώστρατος παντρεύεται την κόρη του Κνήμωνα και ο Γοργίας την αδελφή του Σώστρατου.

Στο έργο είναι ευδιάκριτες οι μεγάλες αλλαγές που έχει υποστεί το είδος κατά την περίοδο αυτή. Τα βασικά χαρακτηριστικά της Νέας Κωμωδίας θα μπορούσε να τα συνοψίσει κανείς στα εξής: (α) πρόκειται για κωμωδία καταστάσεων και χαρακτήρων· (β) οι υποθεσεις παρουσιάζουν μεγαλύτερη τυποποίηση: συνήθως πρόκειται για τον έρωτα ενός νέου προς μια νεαρή κοπέλα, στον οποίο παρεμβάλλονται ποικίλα εμπόδια, που στο τέλος όμως με τη βοήθεια και άλλων προσώπων υπερπηδώνται· (γ) ανθρώπινοι τύποι, όπως ο μάγειρος, η εταίρα κ.ά., επανέρχονται συχνά, παράλληλα όμως αποκτούν ατομικά χαρακτηριστικά και πλησιάζουν περισσότερο την καθημερινή ζωή· (δ) ως προς τη μορφή, τα χορικά αποσυνδέονται από την πλοκή του έργου και δεν καταγράφονται, ενώ η παράβαση απουσιάζει εντελώς.

Στο ανθολογούμενο απόσπασμα από την αρχή της 3ης πράξης ο δούλος Γέτας και ο σπουδαιοφανής μάγειρος Σίκων επιχειρούν -ανεπιτυχώς- να δανειστούν από τον Κνήμωνα ένα μαγειρικό σκεύος για να ετοιμάσουν τη θυσία που προτίθεται να κάνει στο παρακείμενο ιερό του Πάνα η μητέρα του Σώστρατου ύστερα από ένα όνειρο που είδε. Πρώτα επιχειρεί ο Γέτας και έπεται ο Σίκων. Ο διπλασιασμός τέτοιων σκηνών αποτελεί παραδοσιακό μέσο για την επίτευξη κωμικού αποτελέσματος.

ΚΝΗΜΩΝ

γραῦ, τὴν θύραν κλείσασ᾽ ἄνοιγε μηδενί,
ἕως ἂν ἔλθω δεῦρ᾽ ἐγὼ πάλιν· σκότους
ἔσται δὲ τοῦτο παντελῶς, ὡς οἴομαι.

‹ΜΗΤΗΡ›

430 Πλαγγών, πορεύου θᾶττον· ἤδη τεθυκέναι
ἡμᾶς ἔδει.

ΚΝΗΜΩΝ

τουτὶ τὸ κακὸν τί βούλεται;
ὄχλος τις. ἄπαγ᾽ ἐς κόρακας.

‹ΜΗΤΗΡ›

αὔλει, Παρθενί,
Πανός· σιωπῇ, φασί, τούτῳ τῷ θεῷ
οὐ δεῖ προσιέναι.

(ΓΕΤΑΣ)

νὴ Δί᾽ ἀπεσώθητέ γε.

‹ΚΝΗΜΩΝ›

ὦ Ἡράκλεις, ἀηδίας.

‹ΓΕΤΑΣ›

435 καθήμεθα
χρόνον τοσοῦτον περιμένοντες.

(ΜΗΤΗΡ)

εὐτρεπῆ
ἅπαντα δ᾽ ἡμῖν ἐστι;

(ΓΕΤΑΣ)

ναὶ μὰ τὸν Δία.

‹ΜΗΤΗΡ›

τὸ γοῦν πρόβατον —μικροῦ τέθνηκε γάρ, τάλαν—
οὐ περιμένει τὴν σὴν σχολήν. ἀλλ᾽ εἴσιτε·
440 κανᾶ πρόχειρα, χέρνιβας, θυλήματα
ποιεῖτε.

‹ΓΕΤΑΣ›

ποῖ κέχηνας, ἐμβρόντητε σύ;

ΚΝΗΜΩΝ

κακοὶ κακῶς ἀπόλοισθε. ποιοῦσίν γέ με
ἀργόν· καταλιπεῖν γὰρ μόνην τὴν οἰκίαν
οὐκ ἂν δυναίμην. αἱ δὲ Νύμφαι μοι κακὸν
445 ἀεὶ παροικοῦσ᾽, ὥστε μοι δοκῶ πάλιν
μετοικοδομήσειν καταβαλὼν τὴν οἰκίαν
ἐντεῦθεν. ὡς θύουσι δ᾽ οἱ τοιχωρύχοι·
κοίτας φέρονται, σταμνί᾽, οὐχὶ τῶν θεῶν
ἕνεκ᾽ ἀλλ᾽ ἑαυτῶν. ὁ λιβανωτὸς εὐσεβὲς
450 καὶ τὸ πόπανον· τοῦτ᾽ ἔλαβεν ὁ θεὸς ἐπὶ τὸ πῦρ
ἅπαν ἐπιτεθέν. οἱ δὲ τὴν ὀσφῦν ἄκραν
καὶ τὴν χολήν, ὅτι ἔστ᾽ ἄβρωτα, τοῖς θεοῖς
ἐπιθέντες αὐτοὶ τἄλλα καταπίνουσι. γραῦ,
ἄνοιγε θᾶττον τὴν θύραν. [ποητέ]ον
455 ἐστὶν γὰρ ἡμῖν τἄνδον ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.

(ΓΕΤΑΣ)

τὸ λεβήτιον, φῄς, ἐπιλέλη[σθ]ε; παντελῶς
ἀποκραιπαλᾶτε. καὶ τί νῦν ποιήσομεν;
ἐνοχλητέον τοῖς γειτνιῶσι τῷ θεῷ
ἐσθ᾽ ὡς ἔοικε. παιδίον. μὰ τοὺς θεοὺς
460 θεραπαινίδια γὰρ ἀθλιώτερ᾽ οὐδαμοῦ
οἶμαι τρέφεσθαι. παῖδες. οὐδὲν ἄλλο πλὴν
κινητιᾶν ἐπίσταται —παῖδες καλοί—
καὶ διαβαλεῖν ἐὰν ἴδῃ τις. παιδίον.
τουτὶ τὸ κακὸν ‹τί› ἐστί; παῖδες. οὐδὲ εἷς
465 ἐστ᾽ ἔνδον. ἠήν. προστρέχειν τις φαίνεται.

ΚΝΗΜΩΝ

τί τῆς θύρας ἅπτει, τρισάθλι᾽, εἰπέ μοι,
ἄνθρωπε;

‹ΓΕΤΑΣ›

μὴ δάκῃς.

(ΚΝΗΜΩΝ)

ἐγώ σε νὴ Δία,
καὶ κατέδομαί γε ζῶντα.

(ΓΕΤΑΣ)

μή, πρὸς ‹τῶν› θεῶν.

(ΚΝΗΜΩΝ)

ἐμοὶ γάρ ἐστι συμβόλαιον, ἀνόσιε,
καὶ σοί τι;

(ΓΕΤΑΣ)

470 συμβόλαιον οὐδέν· τοιγαροῦν
προσελήλυθ᾽ οὐ χρέος σ᾽ ἀπαιτῶν οὐδ᾽ ἔχων
κλητῆρας, ἀλλ᾽ αἰτησόμενος λεβήτιον.

(ΚΝΗΜΩΝ)

λεβήτιον;

(ΓΕΤΑΣ)

λεβήτιον.

‹ΚΝΗΜΩΝ›

μαστιγία,
θύειν με βοῦς οἴει ποεῖν τε ταὔθ᾽ ἅπερ
ὑμεῖς ποεῖτε;

(ΓΕΤΑΣ)

475 οὐδὲ κοχλίαν ἔγωγέ σε.
ἀλλ᾽ εὐτύχει, βέλτιστε. κόψαι τὴν θύραν
ἐκέλευσαν αἱ γυναῖκες αἰτῆσαί τε με.
ἐπόησα τοῦτ᾽· οὐκ ἔστι· πάλιν ἀπαγγελῶ
ἐλθὼν ἐκείναις. ὦ πολυτίμητοι θεοί,
480 ἔχις πολιὸς ἅνθρωπός ἐστιν οὑτοσί.

(ΚΝΗΜΩΝ)

ἀνδροφόνα θηρί᾽· εὐθὺς ὥσπερ πρὸς φίλον
κόπτουσιν. ἂν ἡμῶν προσιόντα τῇ θύρᾳ
λάβω τιν᾽, ἂν μὴ πᾶσι τοῖς ἐν τῷ τόπῳ
παράδειγμα ποιήσω, νομίζεθ᾽ ἕνα τινὰ
485 ὁρᾶν με τῶν πολλῶν. ὁ νῦν οὐκ οἶδ᾽ ὅπως
διευτύχηκεν οὗτος, ὅστις ἦν ποτε.

ΣΙΚΩΝ

κάκιστ᾽ ἀπόλοι᾽· ἐλοιδορεῖτό σοι; τυχὸν
ᾔτεις, σκατοφάγως· οὐκ ἐπίστανταί τινες
ποιεῖν τὸ τοιοῦθ᾽· εὕρηκ᾽ ἐγὼ τούτου τέχνην·
490 διακονῶ γὰρ μυρίοις ἐν τῇ πόλει
τούτων τ᾽ ἐνοχλῶ τοῖς γείτοσιν καὶ λαμβάνω
σκεύη παρὰ πάντων. δεῖ γὰρ εἶναι κολακικὸν
τὸν δεόμενόν του. πρεσβύτερός τις τῇ θύρᾳ
ὑπακήκο᾽· εὐθὺς πατέρα καὶ πάππα[ν λέγω.
495 γραῦς· μητέρ᾽. ἂν τῶν διὰ μέσου τ[ις ᾖ γυνή,
ἐκάλεσ᾽ ἱερέαν. ἂν θεράπων [
βέλτιστον. ὑμεῖς δὲ κρεμαν.[
ὢ τῆς ἀμαθίας. παιδίον παῖ[
ἐγώ, πρόελθε, πατρίδιον· σὲ β[ούλομαι.

ΚΝΗΜΩΝ

πάλιν αὖ σύ;

(ΣΙΚΩΝ)

π[αῖ, τί το]ῦτ᾽;

(ΚΝΗΜΩΝ)

500 ἐρεθίζεις μ᾽ ὡσπερεὶ
ἐπίτηδες. οὐκ εἴρηκά σοι πρὸς τὴν θύραν
μὴ προσιέναι; τὸν ἱμάντα δός, γραῦ.

(ΣΙΚΩΝ)

μηδαμῶς,
ἀλλ᾽ ἄφες.

(ΚΝΗΜΩΝ)

ἄφες;

‹ΣΙΚΩΝ›

βέλτιστε, ναὶ πρὸς ‹τῶν› θεῶν.

(ΚΝΗΜΩΝ)

ἧκε πάλιν.

(ΣΙΚΩΝ)

ὁ Ποσειδῶν σε—

(ΚΝΗΜΩΝ)

λαλεῖς ἔτι;

(ΣΙΚΩΝ)

αἰτούμενος χυτρόγαυλον ἦλθον.

(ΚΝΗΜΩΝ)

505 οὐκ ἔχω
οὔτε χυτρόγαυλον οὔτε πέλεκυν οὔθ᾽ ἅλας
οὔτ᾽ ὄξος οὔτ᾽ ἄλλ᾽ οὐδέν, ἀλλ᾽ εἴρηχ᾽ ἁπλῶς
μὴ προσιέναι μοι πᾶσι τοῖς ἐν τῷ τόπῳ.

(ΣΙΚΩΝ)

ἐμοὶ μὲν οὐκ εἴρηκας.

(ΚΝΗΜΩΝ)

ἀλλὰ νῦν λέγω.

(ΣΙΚΩΝ)

510 νὴ σὺν κακῷ γ᾽. οὐδ᾽ ὁπόθεν ἄν τις, εἰπέ μοι,
ἐλθὼν λάβοι φράσαις ἄν;

(ΚΝΗΜΩΝ)

οὐκ ἐγὼ ᾽λεγον;
ἔτι μοι λαλήσεις;

(ΣΙΚΩΝ)

χαῖρε πολλά.

(ΚΝΗΜΩΝ)

οὐ βούλομαι
χαίρειν παρ᾽ ὑμῶν οὐδενός.

(ΣΙΚΩΝ)

μὴ χαῖρε δή.

(ΚΝΗΜΩΝ)

ὢ τῶν ἀνηκέστων κακῶν.

(ΣΙΚΩΝ)

καλῶς γέ με
515 βεβωλοκόπηκεν. οἷόν ἐστ᾽ ἐπιδεξίως
αἰτεῖν· διαφέρει νὴ Δί᾽. ἐφ᾽ ἑτέραν θύραν
ἔλθῃ τις; ἀλλ᾽ εἰ σφαιρομαχοῦσ᾽ ἐν τῷ τόπῳ
οὕτως ἑτοίμως, χαλεπόν. ἆρά γ᾽ ἐστί μοι
κράτιστον ὀπτᾶν τὰ κρέα πάντα; φαίνεται.
520 ἔστιν δέ μοι λοπάς τις. ἐρρῶσθαι λέγω
Φυλασίοις. τοῖς οὖσι τούτοις χρήσομαι.

ΚΝΗΜΩΝ1

Γριά, κλείσε την πόρτα και μην ανοίξεις σε κανένα,

ώσπου να επιστρέψω πάλι εδώ· καταπώς βλέπω,

αυτό θα γίνει όταν θα έχει νυχτώσει για καλά.

‹Η ΜΗΤΕΡΑ›

Βιάσου, Πλαγγόνα·2 έπρεπε ήδη430

να έχουμε προσφέρει τη θυσία.

ΚΝΗΜΩΝ3

Τούτο το κακό τι θέλει; Τι ανθρωπομάνι!

Πηγαίνετε στον κόρακα.

‹Η ΜΗΤΕΡΑ›

Παίξε, Παρθενίδα,4 στον αυλό τη μελωδία του Πάνα.5

Αυτόν τον θεό δεν πρέπει, λένε, να τον πλησιάζει κανείς σιωπηλός.

(ΓΕΤΑΣ)6

Επιτέλους φτάσατε σώες, μα τον Δία.

‹ΚΝΗΜΩΝ›

Μέγας είσαι Ηρακλή, για ξέρασμα είναι.435

‹ΓΕΤΑΣ›

Καθόμαστε και περιμένουμε τόση ώρα.

(Η ΜΗΤΕΡΑ)

Είναι τα πάντα έτοιμα;

(ΓΕΤΑΣ)

Πανέτοιμα.

‹Η ΜΗΤΕΡΑ›

Πάντως το πρόβατο δεν περιμένει πότε θα έχεις χρόνο εσύ

-λίγο ακόμα, κακομοίρη, και θα τα τίναζε.

Μπείτε επιτέλους μέσα. Ετοιμάστε τα κάνιστρα,440

το ιερό νερό, τις προσφορές για τη θυσία.7

‹ΓΕΤΑΣ›8

Πού χάσκεις εσύ, αεροπαρμένε;

‹ΚΝΗΜΩΝ›9

Κακήν κακώς να πάτε.

Με καταδικάζουν να μην μπορώ να κάνω τίποτα.

Γιατί πώς ν᾽ αφήσω μόνο του το σπίτι;

Και τούτες οι Νύμφες

το ιερό που έχουν δίπλα μου

για κακό δικό μου το έχουν.

Γι᾽ αυτό, καταπώς βλέπω,445

θα κατεδαφίσω το σπίτι και θα πάω να το χτίσω αλλού.

Πώς θυσιάζουν οι λωποδύτες!

Κουβαλάνε στρωσίδια, στάμνες,

όχι βέβαια για τους θεούς, για την πάρτη τους.

Η ευσέβειά τους εξαντλείται στο λιβάνι και στο πρόσφορο·

αυτά τα ρίχνουν απλόχερα στη φωτιά450

και τα παίρνει ο θεός. Από το σφάγιο όμως

προσφέρουν στους θεούς την άκρη της ουράς και τη χολή,

που -ούτως ή άλλως- δεν τρώγονται,

και τα υπόλοιπα τα καταβροχθίζουν οι ίδιοι.

Γριά, άνοιξε γρήγορα την πόρτα.

Όπως φαίνεται πρέπει να έχουμε ασχολία κατ᾽ οίκον.10455

 

(ΓΕΤΑΣ)

Ξεχάσατε, είπες,το καζάνι; Είστε τύφλα στο μεθύσι και κοιμάστε.

Και τώρα τι θα κάνουμε;

Απ᾽ ό ,τι βλέπω πρέπει να ενοχλήσουμε τους γείτονες του θεού.

Νεαρούλη. Μα τους θεούς, θλιβερότερα δουλικά460

δεν νομίζω να υπάρχουν πουθενά στον κόσμο.

Νεαροί. Άλλο από πήδημα δεν ξέρουν

-ε, ομορφόπαιδα- και να βγάζουν γλώσσα,

όταν πιάνονται στα πράσα. Νεαρέ.

Τι ᾽ναι τούτο το κακό; Ε, υπηρέτες.

Δεν υπάρχει ψυχή μέσα.

Έε! Βλέπω κάποιον να τρέχει καταδώ.465

ΚΝΗΜΩΝ

Γιατί αγγίζεις την πόρτα, χαμένο κορμί; Μίλα.

‹ΓΕΤΑΣ›

Μη με δαγκώσεις.

(ΚΝΗΜΩΝ)

Βρε θα σε φάω ζωντανό, μα τον Δία.

(ΓΕΤΑΣ)

Για τ᾽ όνομα των θεών, μη.

(ΚΝΗΜΩΝ)

Εγώ και εσύ, αλιτήριε, έχουμε μήπως κάποιο συμβόλαιο;

(ΓΕΤΑΣ)

Κανένα συμβόλαιο. Γι᾽ αυτό και εγώ470

δεν ήρθα για να ζητήσω να μου εξοφλήσεις κάποιο χρέος

ούτε κουβάλησα κλητήρες,

ήρθα να δανειστώ ένα καζάνι;

(ΚΝΗΜΩΝ)

Καζάνι;

(ΓΕΤΑΣ)

Καζάνι.

‹ΚΝΗΜΩΝ›

Τι νόμισες, κάθαρμα, ότι θυσιάζω βόδια

και κάνω αυτά που κάνετε του λόγου σας;

(ΓΕΤΑΣ)

Εσύ; Βρε ούτε σαλιγκάρι, αν θες τη γνώμη μου.11475

Να είσαι καλά, άνθρωπε μου. Μου είπαν οι γυναίκες

να χτυπήσω την πόρτα και να ζητήσω ένα καζάνι.

Το έκανα. Δεν υπάρχει. Γυρνάω πίσω και τους λέω «δεν υπάρχει».

Ω πολυτίμητοι θεοί, φίδι κολοβό είναι ο άνθρωπος.12480

(ΚΝΗΜΩΝ)

Ανθρωποκτόνα τέρατα. Δεν το ᾽χουν τίποτα

να χτυπούν την πόρτα, λες και είμαι φίλος τους.

Έτσι και πιάσω κάποιον από σας να πλησιάζει στην πόρτα,

αν δεν τον κάνω παράδειγμα για όλους στην περιοχή,

τότε θεωρήστε ότι είμαι και εγώ ένας από τον σωρό.485

Ετούτος τώρα, όποιος και αν ήταν,

υπήρξε τυχερός και τη γλίτωσε - κι εγώ δεν ξέρω πώς.13

ΣΙΚΩΝ

Κακό χρόνο να ᾽χεις. Σε έβρισε;

Ίσως το ζήτησες σαν να έτρωγες σκατά.

Κάποιοι δεν ξέρουν πώς να το κάνουν·

εγώ έχω ανακαλύψει την τέχνη.

Υπηρετώ χιλιάδες στην πόλη,490

ενοχλώ τους γείτονές τους

και δανείζομαι σκεύη από όλους.

Ένας που χρειάζεται κάτι

πρέπει να ξέρει να καλοπιάνει.

Άνοιξε την πόρτα κάποιος ηλικιωμένος,

τον προσφωνώ κατ᾽ ευθείαν πατέρα και μπαμπά.

Αν ανοίξει γριά, τη λέω μητέρα.495

Αν είναι γυναίκα μεσόκοπη, την προσφωνώ δέσποινα.

Αν είναι δούλος, καλόπαιδο.

Εσείς όμως είστε για κρέμασμα.14

Τι χαζομάρα που σας δέρνει.

«Νεαρούλη, νεαρέ·» σαχλαμάρες.15 Εγώ όμως:

«έλα έξω, πατερούκο, εσένα θέλω.»

ΚΝΗΜΩΝ16

Πάλι εσύ;500

(ΣΙΚΩΝ)

Τι ᾽ναι τούτο, νεαρέ;

ΚΝΗΜΩΝ

Με προκαλείς εξεπίτηδες.

Δεν σου είπα να μην πλησιάσεις στην πόρτα;

Φέρε το λουρί, γριά.17

(ΣΙΚΩΝ)

Μη. Άφησέ με.

(ΚΝΗΜΩΝ)

Άφησέ με;

‹ΣΙΚΩΝ›

Ναι, άνθρωπέ μου,

για τ᾽ όνομα των θεών.

(ΚΝΗΜΩΝ)

Ξαναέλα.

(ΣΙΚΩΝ)

Ο Ποσειδώνας να σε ...

(ΚΝΗΜΩΝ)

Μιλάς ακόμη;

(ΣΙΚΩΝ)

Ήρθα να ζητήσω χυτρολέβητα.18505

(ΚΝΗΜΩΝ)

Δεν έχω ούτε χυτρολέβητα ούτε πελέκι

ούτε αλάτι ούτε ξίδι ούτε τίποτα·

είπα ορθά κοφτά σε όλους στην περιοχή να μην πλησιάζουν.

(ΣΙΚΩΝ)

Εμένα όμως δεν μου το είπες.

(ΚΝΗΜΩΝ)

Σου το λέω τώρα.

(ΣΙΚΩΝ)

Με ποιο τίμημα όμως. Και δεν θα μου πεις τελικά510

πού να πάει κανείς για νά βρει;

(ΚΝΗΜΩΝ)

Δεν σου είπα μια φορά; Θα συνεχίσεις να φλυαρείς;

(ΣΙΚΩΝ)

Χαίρε και πάλι χαίρε.

(ΚΝΗΜΩΝ)

Δεν θέλω τα χαίρε σας.

(ΣΙΚΩΝ)

Τότε μη χαίρεσαι.

(ΚΝΗΜΩΝ)

Βρε τι αγιάτρευτη πληγή.19

(ΣΙΚΩΝ)

Με περιποιήθηκε δεόντως με τους σβώλους.515

Τι είναι να ξέρεις να ζητάς όπως πρέπει.

Είναι άλλο πράμα, μα τον Δία.

Να πάει κανείς σε άλλη πόρτα;

Αν όμως το έχει ο τόπος

να σε αρχίζουν στις γροθιές για το τίποτα,

το βλέπω δύσκολο.

Μήπως άραγε είναι το καλύτερο

να το κάνω ψητό όλο το κρέας;

Έτσι φαίνεται. Έχω πάντως μια γάστρα.520

Χαιρετίσματα λέω στους κατοίκους της Φυλής.

Θα βολευτώ με αυτά που έχω.

 

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

 

1 Στην αρχή της τρίτης ̒ πράξης ̉, αμέσως μετά την εκτέλεση του χορικού, εμφανίζεται στη σκηνή ο Κνήμων, που βγαίνει από το σπίτι του για να πάει στο χτήμα να δουλέψει. Όταν βλέπει τη μητέρα του Σώστρατου, τον Γέτα και τους υπόλοιπους ενοχλητικούς επισκέπτες, που έχουν έρθει στο ιερό του Πάνα (στη Φυλή) για να προσφέρουν θυσία, αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να μείνει στο σπίτι, επειδή δεν μπορεί να το αφήσει μόνο του, με όλο αυτό τον συρφετό τριγύρω. Τα πρώτα λόγια του απευθύνονται στη γριά δούλη Σιμίχη που βρίσκεται μέσα στο σπίτι.

2 Αδελφή του Σώστρατου.

3 Μιλάει μόνος του, χωρίς να τον ακούν.

4 Μισθωμένη αυλητρίδα.

5 Το σκηνικό παρίστανε στο κέντρο το ιερό του Πάνα και των Νυμφών στη Φυλή (πάνω στην Πάρνηθα), και από τη μια πλευρά το σπίτι του Κνήμωνα και από την άλλη το σπίτι του Γοργία.

6 Εξέρχεται από το ιερό.

7 Και τα τρία (κανᾶ,χέρνιβες, θυλήματα) είναι απαραίτητα για τη θυσία.

8 Απευθύνεται σε κάποιο από τα υπηρετικά πρόσωπα που συνοδεύουν τη μητέρα του Σώστρατου.

9 Οι άλλοι μπαίνουν στο ιερό και ο Κνήμων μένει μόνος στη σκηνή.

10 Ο Κνήμων μπαίνει στο σπίτι του. Αμέσως μετά βγαίνει από το ιερό ο Γέτας. Όταν εμφανίζεται, μιλάει στους ακόλουθους της μητέρας του Σώστρατου που βρίσκονται μέσα στο ιερό και ξέχασαν το καζάνι (λεβήτιον). Έπειτα πάει και χτυπάει την πόρτα του Κνήμωνα.

11 Χαμηλόφωνα. Στη συνέχεια δυνατά.

12 Ο Γέτας ξαναμπαίνει στο ιερό. Ο Κνήμων μένει μόνος.

13 Ο Κνήμων μπαίνει στο σπίτι του. Αμέσως μετά βγαίνει ο Σίκων από το ιερό, ενδεχομένως συνοδευόμενος από τον Γέτα, στον οποίο απευθύνεται, όταν πρωτοεμφανίζεται, είτε βρίσκεται επί σκηνής είτε μέσα στο ιερό.

14 Απευθύνεται στον Γέτα.

15 Στο τέλος του στ. 498 η μετάφραση προϋποθέτει τη συμπλήρωση φλήναφος.

16 Τη στιγμή που ο Σίκων επιδεικνύει την υποτιθέμενη τέχνη που κατέχει να πετυχαίνει αυτό που θέλει, ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο Κνήμων έξω φρενών.

17 Ο Κνήμων απευθύνεται στη γριά δούλη Σιμίχη, εξασφαλίζει το λουρί και δέρνει τον "καταφερτζή" Σίκωνα.

18 Στο πρωτότυπο χυτρόγαυλον (βαθύ πήλινο σκεύος). Ο Σίκων αποφεύγει τη λέξη καζάνι (λεβήτιον) που χρησιμοποίησε ο Γέτας και ως ενημερωμένος μάγειρος που είναι χρησιμοποιεί μια λέξη που ηχεί ως ειδικός όρος.

19 Φεύγει ο Κνήμων.