Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΚΡΙΤΙΑΣ

80. – Σίσυφος (Απόσπασμα 19)

Ο θείος του Πλάτωνα Κριτίας, ο πιο ακραίος από τους Τριάκοντα, υπήρξε και από λογοτεχνική άποψη πολυσχιδής προσωπικότητα. Ανάμεσα σε πολλά άλλα ποιητικά και πεζά έργα, φαίνεται ότι έγραψε και τραγωδίες (και σατυρικά δράματα). Τα σωζόμενα αποσπάσματα προέρχονται κατά μέγα μέρος από τα έργα Πειρίθους και Σίσυφος, τα οποία άλλοτε αποδίδονται στον Ευριπίδη και άλλοτε στον Κριτία.

Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το έργο Σίσυφος,που πιθανώς ήταν σατυρικό δράμα, κάτι που είναι βέβαιο για το ομότιτλο έργο του Ευριπίδη (415 π.Χ.). Στους στίχους αυτούς, στους οποίους απηχούνται ανάλογες διδασκαλίες των σοφιστών σχετικά με την εξέλιξη, οι θεοί παρουσιάζονται ως επινόηση ενός ευφυούς και πανούργου ανδρός, που είχε σκοπό να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να κάνουν το κακό ακόμα και κρυφά. Οι θεοί, σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή λειτουργούν συμπληρωματικά προς την άλλη κατάκτηση στην πορεία της εξέλιξης, τους νόμους, που τιμωρούν τα αδικήματα που διαπράττονται φανερά.

ΣΙΣΥΦΟΣ

ἦν χρόνος ὅτ᾽ ἦν ἄτακτος ἀνθρώπων βίος
καὶ θηριώδης ἰσχύος θ᾽ ὑπηρέτης,
ὅτ᾽ οὐδὲν ἆθλον οὔτε τοῖς ἐσθλοῖσιν ἦν
οὔτ᾽ αὖ κόλασμα τοῖς κακοῖς ἐγίγνετο.
5 κἄπειτά μοι δοκοῦσιν ἅνθρωποι νόμους
θέσθαι κολαστάς, ἵνα δίκη τύραννος ᾖ
‹x–υ–x› τήν θ᾽ ὕβριν δούλην ἔχῃ·
ἐζημιοῦτο δ᾽ εἴ τις ἐξαμαρτάνοι.
ἔπειτ᾽ ἐπειδὴ τἀμφανῆ μὲν οἱ νόμοι
10 ἀπεῖργον αὐτοὺς ἔργα μὴ πράσσειν βίᾳ,
λάθρᾳ δ᾽ ἔπρασσον, τηνικαῦτά μοι δοκεῖ
‹υ–› πυκνός τις καὶ σοφὸς γνώμην ἀνήρ
‹θεῶν› δέος θνητοῖσιν ἐξευρεῖν, ὅπως
εἴη τι δεῖμα τοῖς κακοῖσι, κἂν λάθρᾳ
15 πράσσωσιν ἢ λέγωσιν ἢ φρονῶσί ‹τι›.
ἐντεῦθεν οὖν τὸ θεῖον εἰσηγήσατο,
ὡς ἔστι δαίμων ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ
νόῳ τ᾽ ἀκούων καὶ βλέπων, φρονῶν τε καὶ
προσέχων τε ταῦτα καὶ φύσιν θείαν φορῶν,
20 ὃς πᾶν {μὲν} τὸ λεχθὲν ἐν βροτοῖς ἀκού‹σ›εται,
‹τὸ› δρώμενον δὲ πᾶν ἰδεῖν δυνήσεται.
ἐὰν δὲ σὺν σιγῇ τι βουλεύῃς κακόν,
τοῦτ᾽ οὐχὶ λήσει τοὺς θεούς· τὸ γὰρ φρονοῦν
‹x–› ἔνεστι. τούσδε τοὺς λόγους λέγων
25 διδαγμάτων ἥδιστον εἰσηγήσατο
ψευδεῖ καλύψας τὴν ἀλήθειαν λόγῳ.
‹ν›αίει‹ν› δ᾽ ἔφασκε τοὺς θεοὺς ἐνταῦθ᾽ ἵνα
μάλιστ᾽ ἂ‹ν› ἐξέπληξεν ἀνθρώπους ἄγων,
ὅθεν περ ἔγνω τοὺς φόβους ὄντας βροτοῖς
30 καὶ τὰς ὀνήσεις τῷ ταλαιπώρῳ βίῳ,
ἐκ τῆς ὕπερθε περιφορᾶς, ἵν᾽ ἀστραπάς
κατεῖδον οὔσας, δεινὰ δὲ κτυπήματα
βροντῆς τό τ᾽ ἀστερωπὸν οὐρανοῦ δέμας,
Χρόνου καλὸν ποίκιλμα, τέκτονος σοφοῦ,
35 ὅθεν τε λαμπρὸς ἀστέρος στείχει μύδρος
ὅ θ᾽ ὑγρὸς εἰς γῆν ὄμβρος ἐκπορεύεται.
τοίους πέριξ ἔστησεν ἀνθρώποις φόβους,
δι᾽ οὓς καλῶς τε τῷ λόγῳ κατῴκισεν
τὸν δαίμον᾽ οὗτος ἐν πρέποντι χωρίῳ,
40 τὴν ἀνομίαν τε τοῖς νόμοις κατέσβεσεν
***
οὕτω δὲ πρῶτον οἴομαι πεῖσαί τινα
θνητοὺς νομίζειν δαιμόνων εἶναι γένος

ΣΙΣΥΦΟΣ

Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία η ανθρώπινη ζωή ήταν ακατάστατη, γεμάτη θηριωδία, υποταγμένη στη δύναμη· μια εποχή όπου ούτε οι καλοί άνθρωποι επιβραβεύονταν ούτε πάλι οι κακοί τιμωρούνταν. [5] Ύστερα νομίζω, οι άνθρωποι θέσπισαν νόμους που όριζαν ποινές, ώστε το δίκαιο να τους εξουσιάζει όλους εξίσου και να έχει την αλαζονεία υπόδουλή του· κι αν τυχόν κάποιος έκανε ένα λάθος, τον τιμωρούσαν. [10] Στη συνέχεια, επειδή οι νόμοι εμπόδιζαν μεν τους ανθρώπους να αδικούν στα φανερά, αλλά ωστόσο οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να αδικούν στα κρυφά, τότε, νομίζω, για πρώτη φορά κάποιος έξυπνος και σοφός άνθρωπος σοφίστηκε για τους θνητούς τον φόβο των θεών, [15] ώστε να υπάρχει κάτι που να το φοβούνται οι κακοί ακόμη κι όταν κάνουν ή λένε ή διανοούνται κάτι στα κρυφά. Επινόησε έτσι το θείο, ότι δηλαδή υπάρχει ένας δαίμονας που ζει μια δίχως τέλος ακμή, ένας δαίμονας που ακούει και βλέπει νοερά, που στοχάζεται στο έπακρο, που προσέχει τα πάντα και που έχει περιβληθεί μια θεϊκή φύση: [20] ο δαίμονας αυτός θα ακούει οτιδήποτε λέγεται ανάμεσα στους θνητούς και θα μπορεί να αντιλαμβάνεται οτιδήποτε γίνεται. Κι αν σιωπηρά σχεδιάζεις κάτι κακό, δεν θα μείνει απαρατήρητο από τους θεούς. Γιατί ο λογισμός τους είναι πολύ δυνατός. [25] Με αυτά τα λόγια παρουσίασε την πιο ελκυστική διδαχή, καλύπτοντας την αλήθεια πίσω από έναν ψεύτικο λόγο. Έλεγε πως οι θεοί κατοικούν σ᾽ έναν τόπο, για τον οποίο οι άνθρωποι, και μόνο που τον βλέπουν, νιώθουν τρόμο. Κατάλαβε ότι ακριβώς από εκεί πήγαζαν και οι φόβοι των ανθρώπων, [30] και η επικουρία στις ταλαιπωρίες του βίου, δηλαδή από τον περιστρεφόμενο, εκεί ψηλά, θόλο του ουρανού, όπου έβλεπε ότι ήσαν οι αστραπές και τα φοβερά χτυπήματα της βροντής, και το αστερινό φως του ουρανού, όμορφο, γεμάτο στολίδια, έργο του Χρόνου, του σοφού αρχιμάστορα·[35] είναι ο τόπος όπου πορεύεται η φωτεινή διάπυρη μάζα του άστρου, και απ᾽ όπου πέφτει στη γη η υγρή βροχή. Με τέτοιους φόβους έζωσε τους ανθρώπους· με τους φόβους αυτούς έβαλε -στα λόγια του- το θεό να κατοικήσει σε κατάλληλο τόπο, [40] και διαμέσου των νόμων εξάλειψε την ανομία. *** Και νομίζω πως έτσι έπεισε, για πρώτη φορά, τους θνητούς να πιστέψουν ότι υπάρχει των θεών το γένος.

 

(μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος)