Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

47. – Παιὰν 4, 61-80

Οι στίχοι προέρχονται από αποσπασματικώς σωζόμενο παιάνα, που πιθανότατα προοριζόταν για γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνα στο ιερό του Απόλλωνος Πυθαιέως στην περιοχή της Ασίνης, μιας πόλης που την ισοπέδωσαν τον όγδοο αιώνα οι Αργείοι, χωρίς όμως να καταστρέψουν και το ιερό. (Για τον όρο παιάνας βλ. το προηγούμενο Κείμενο,σχόλ. 4).

Ο ύμνος για την ειρήνη ίσως λειτουργούσε αντιστικτικά προς το πρώτο μέρος του ποιήματος, όπου γινόταν λόγος για τους βίαιους Δρύοπες, τους μυθικούς προγόνους των Ασινέων, που αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή του Παρνασσού. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ηρακλής νίκησε τους Δρύοπες και τους προσέφερε ως ἀνάθημα στον Απόλλωνα στους Δελφούς, που του υπέδειξε να τους εγκαταστήσει στην Ασίνη.

Εδώ για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία συναντάμε έναν ύμνο για την ειρήνη. Τα επόμενα ανάλογα δείγματα προέρχονται από τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη, που γράφουν στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (βλ. Κείμενο 71). Πριν από τον Βακχυλίδη, η ειρήνη παρουσιάζεται κυρίως ως ομόνοια στο εσωτερικό της πόλης ή της κοινότητας, χωρίς να αποκλείεται ο πόλεμος με άλλες πόλεις. Το καινούργιο στον Βακχυλίδη είναι ότι η ειρήνη παρουσιάζεται ως καθολική κατάσταση που εξασφαλίζει την ευφροσύνη και την ευδαιμονία.

τίκτει δέ τε θανατοῖσιν εἰ-
ρήνα μεγαλάνορα πλοῦτον
καὶ μελιγλώσσων ἀοιδᾶν ἄνθεα
δαιδαλέων τ᾽ ἐπὶ βωμῶν
65 θεοῖσιν αἴθεσθαι βοῶν ξανθᾷ φλογί
μηρί᾽ εὐμάλλων τε μήλων
γυμνασίων τε νέοις
αὐλῶν τε καὶ κώμων μέλειν.
ἐν δὲ σιδαροδέτοις πόρπαξιν αἰθᾶν
70 ἀραχνᾶν ἱστοὶ πέλονται,

ἔγχεα τε λογχωτὰ ξίφεα
τ᾽ ἀμφάκεα δάμναται εὐρώς.
(–υ– – –υ– – –υ–
–υυ–υυ– –)
75 χαλκεᾶν δ᾽ οὐκ ἔστι σαλπίγγων κτύπος,
οὐδὲ συλᾶται μελίφρων
ὕπνος ἀπὸ βλεφάρων
ἀῶιος ὃς θάλπει κέαρ.
συμποσίων δ᾽ ἐρατῶν βρίθοντ᾽ ἀγυιαί,
80 παιδικοί θ᾽ ὕμνοι φλέγονται.

Για τους θνητούς γεννά η μεγάλη Ειρήνη πλούτη

και τραγουδιών γλυκόφωνων ανθούς·

πάνω στους πλουμιστούς βωμούς, στην ξανθή φλόγα

καίονται για τους θεούς, σαν είναι ειρήνη,

μηριά βοδιών, πυκνόμαλλων προβάτων,65

και τότε ο νους των νέων είναι στους κώμους,

στο παίξιμο του αυλού και στις παλαίστρες.

Τα σιδεροδεμένα

χερούλια των ασπίδων αραχνιάζουν,70

 

σκουριά σκεπάζει

τα δίκοπα σπαθιά, τις λόγχες των δοράτων.

..............................................................................

..............................................................................

Οι σάλπιγγες οι χάλκινες πια δεν βαράνε,75

δεν κλέβουν απ᾽ τα μάτια το γλυκό

τον ύπνο της αυγής, που τις καρδιές ζεσταίνει.

Ευφρόσυνα συμπόσια είναι γεμάτοι οι δρόμοι,

και παιδικοί ξεχύνονται, σαν φλόγες, ύμνοι.80

 

(μετάφραση Θρασύβουλος Σταύρου)