Εξώφυλλο

Ανθολογία Επιγραφών

Όψεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων

του Άγγελου Π. Ματθαίου

Εισαγωγή

Οι αρχαίες Ελληνικές επιγραφές είναι κείμενα συχνότερα σύντομα, άλλοτε εκτενή, χαραγμένα σε σκληρή ύλη, στην πέτρα, το μέταλλο, τον πηλό, το ξύλο κλπ.

       Ο φορέας της Ελληνικής γραφής, δηλαδή οι ύλες επάνω στις οποίες έγραφαν οι Έλληνες, ήταν σκληρές, όσες ανέφερα ήδη, και μαλακές, όπως ο πάπυρος, η περγαμηνή ή άλλο κατεργασμένο δέρμα ζώου, και βεβαίως από τα τέλη του 15ου αιώνα και το χαρτί. Ό,τι έχει γραφεί σε σκληρή ύλη διασώζεται επί μακρότατο χρόνο· οι μαλακές ύλες, όπως ο πάπυρος και τα επεξεργασμένα δέρματα, είναι περισσότερο φθαρτές.

       Πριν προχωρήσω, διευκρινίζω ότι δεν θα αναφερθώ στις μορφές Ελληνικής γραφής πριν από την εμφάνιση του Ελληνικού αλφαβήτου, δηλαδή τις γνωστές με τα ονόματα γραμμική Α και γραμμική Β, τη μυκηναϊκή γραφή. Η πρώτη είναι ιδεογραφική· η δεύτερη μικτή ιδεογραφική και συλλαβική. Έτσι είναι αντικείμενο μελέτης άλλου επιστημονικού κλάδου.

       Η ύλη στην οποία είναι χαραγμένη η Ελληνική αλφαβητική γραφή έχει καθορίσει και τον κλάδο της αρχαιογνωστικής επιστήμης που ασχολείται με τη μελέτη της. Την Ελληνική αλφαβητική γραφή εξετάζουν τέσσερις κλάδοι, η επιγραφική, η νομισματική, η παπυρολογία και η παλαιογραφία. Η επιγραφική μελετά τη γραφή σε σκληρή ύλη (λίθο, μέταλλο, πηλό), η νομισματική τη γραφή επάνω στα νομίσματα, ενώ η παπυρολογία, η παλαιογραφία καθώς και η φιλολογία μελετούν τα κείμενα επάνω σε μαλακή ύλη, στον πάπυρο, στο δέρμα και στο χαρτί.

       Στον Ελλαδικό χώρο σώζονται χιλιάδες επιγραφές. Αντιθέτως έχουν βρεθεί ελάχιστοι πάπυροι· αναφέρω εδώ μόνον δύο, τον πάπυρο του Δερβενίου και τεμάχια ενός άλλου που βρέθηκαν στην Αθήνα πριν από αρκετά χρόνια.

       Η επιγραφή, όπως σημαίνει και η λέξη, είναι γραφή επάνω σε ένα αντικείμενο. Η εξήγηση αυτή οδηγεί στο εξής ουσιώδες ερώτημα, το οποίο δεν αφορά βεβαίως μόνον στις επιγραφές, αλλά και στη γραφή επάνω σε οποιοδήποτε άλλη ύλη, στους παπύρους και στα δέρματα κλπ. Ποιός είναι ο κύριος λόγος που ένοιωσαν την ανάγκη να γράψουν οι άνθρωποι; Την απάντηση δίδει ο Διόδωρος Σικελιώτης (12, 13.2), ιστορικός του 1ου αι. π.Χ.:

       Τίς γὰρ ἂν ἄξιον ἐγκώμιον διάθοιτο τῆς τῶν γραμμάτων μαθήσεως;

       διὰ γὰρ τούτων μόνων οἱ τετελευτηκότες τοῖς ζῶσι διαμνημονεύονται.

 

       [(Μετ. Ποιός θα μπορούσε να εγκωμιάσει, όπως της αξίζει, την εκμάθηση των γραμμάτων;

       Μόνον με αυτά η μνήμη των νεκρών παραμένει ζωντανή στους ζωντανούς.]

Ο Διόδωρος διατυπώνει κατά τον πληρέστερο και σαφέστερο τρόπο την αξία της γραφής και της μάθησής της. Η γραφή δεν είναι παρά η προσπάθεια των ανθρώπων να επιμηκύνουν τη μνήμη τους και να αντισταθούν στη λήθη του χρόνου. Με τη γραφή, δηλαδή, το παρελθόν των ανθρώπων εκτείνεται προς τα πίσω και διασώζεται η μνήμη ενός παλαιοτέρου κόσμου.

       Η απλούστερη μορφή επιγραφής, το χαραγμένο όνομα ενός νεκρού επάνω σε έναν αδρό επιμήκη λίθο (βλ. τον αρ. 1 της συλλογής των επιγραφών), που κάποιος οικείος έστησε στον τάφο, διαφυλάσσει τη μνήμη του μεταξύ των ζώντων.

Το περιεχόμενο των επιγραφών.

Οι επιγραφές καλύπτουν ευρύτατο φάσμα της ζωής των ανθρώπων, από την εντελώς ιδιωτική έως τις πιο σημαντικές όψεις του δημοσίου βίου. Στην αρχή τα επιγραφικά κείμενα ήταν σύντομα και κάλυπταν μικρές ανάγκες του βίου, την ένδειξη του τόπου όπου ετάφησαν προσφιλή πρόσωπα (αρ. 1), τη μνεία προσφοράς αναθήματος (αρ. 2), τη μνεία του ιδιοκτήτη ενός αγγείου (αρ. 3, 4, 5, 6), τις ερωτικές επιδόσεις ενός νεαρού κλπ. Αρχικώς, λοιπόν, οι επιγραφές είχαν κατʼ εξοχήν ιδιωτικό χαρακτήρα. Αργότερα η οργάνωση των πόλεων και κυρίως η ανάπτυξη των δημοκρατικών πολιτευμάτων επέβαλαν την αναγραφή, ολοένα και περισσότερο, ευρύτερων κειμένων σε σκληρή ύλη. Οι δημοκρατίες δεν είχαν τίποτα να κρύψουν από τους πολίτες και συγχρόνως έπρεπε να δίδουν λόγο σε αυτούς. Έτσι ανέγραφαν σε λίθους, και εξέθεταν σε δημόσιους χώρους, εις θέαν όλων, τις αποφάσεις της πόλης, τα κείμενα των συμμαχιών με μία ή περισσότερες πόλεις, τις τιμές προς ξένους ή συμπολίτες τους, τις δημόσιες δαπάνες και τα δάνεια, τους απολογισμούς των ταμιών και των επιστατών των δημοσίων έργων, την καταγραφή των σκευών των ιερών, τον κανονισμό άσκησης της λατρείας μιας θεότητας, τον απολογισμό των επιμελητών ιερού αγώνος, την οριοθέτηση μιας περιοχής κλπ.

Χρονική έκταση.

Οι παλαιότερες ελληνικές επιγραφές των ιστορικών χρόνων χρονολογούνται στο δεύτερο ήμισυ του 8ου αι. π.Χ. Από τότε μέχρι το τέλος του αρχαίου κόσμου, τον 6ο αι. μ.Χ., υπάρχει μία αδιάλειπτη σειρά επιγραφικών κειμένων.

Τοπική έκταση.

Επιγραφές έχουν έλθει στο φως από την Ισπανία μέχρι τα δυτικά σύνορα της Ινδίας, και από τη Ρουμανία και τη Νότια Ρωσία έως την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Χιλιάδες έχουν βρεθεί τόσο στον Ελλαδικό χώρο, όσο και στη Μ. Ασία, την Ιταλία, αλλά και σε άλλους τόπους. 13.500 φυλάσσονται στο Επιγραφικό Μουσείο των Αθηνών και περισσότερες από 7500 χιλιάδες στο Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών. Πάμπολλες βρίσκονται και στα κατά τόπους Μουσεία, στις συλλογές και στους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδος, ενώ πλήθος νέων αποκαλύπτεται ετησίως.

Η σημασία των επιγραφών.

Κατά τον σπουδαίο επιγραφικό, αρχαιολόγο και λόγιο του 19ου αι. Στέφανο Αθ. Κουμανούδη (1818-1899), οι επιγραφές είναι τα τιμιότερα μνημεία πάντων. Οι επιγραφές είναι αυθεντικά κείμενα, διότι μεταξύ του χαράκτη και του αναγνώστη δεν παρεμβάλλεται κανείς, όπως αντιθέτως συμβαίνει με τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων, που έφθασαν έως εμάς αντιγραφόμενα επί αιώνες, με αποτέλεσμα να έχουν υποστεί αλλοιώσεις.

       Οι επιγραφές αποτυπώνουν την εξέλιξη της γλώσσας και της φωνητικής πιο πιστά από τα φιλολογικά κείμενα. Εμπλουτίζουν το λεξιλόγιο· γραφές που αθετούσαν οι φιλόλογοι επιβεβαιώθηκαν από τις επιγραφές. Αλλά και για την προφορά μας διαφωτίζουν. Παρέχουν πολλές και σημαντικές πληροφορίες· φέρουν στο φως νέα στοιχεία, άγνωστα προηγουμένως από οποιανδήποτε άλλη πηγή, φιλολογική ή αρχαιολογική μαρτυρία. Διαφωτίζουν πλείστα όσα σημεία του αρχαίου βίου, κάποτε σκοτεινά, και συχνότατα συμπληρώνουν τις πληροφορίες που παρέχουν οι αρχαίοι συγγραφείς για πολιτικά η πολεμικά γεγονότα, για τους θεσμούς, την οικονομία, το δίκαιο, την κοινωνική οργάνωση, τη λατρεία, την καθημερινή ζωή κλπ. Έρχονται ακόμη να βεβαιώσουν την επιβίωση στο πέρασμα των χρόνων ονομασιών, χρήσεων και νοοτροπιών.

       Ώστε οι επιγραφές είναι σημαντικότατη πηγή για τη γνώση του αρχαίου κόσμου και η μελέτη των για την κατανόησή του είναι απαραίτητη. Μαζί με τα φιλολογικά κείμενα και τα αρχαιολογικά μνημεία αποτελούν τις βασικές πηγές της αρχαίας Ιστορίας, η σύνθεση της οποίας προκύπτει από τον συνδυασμό των. Η σημασία λοιπόν των επιγραφών για την ιστορική έρευνα είναι κεφαλαιώδης.

 

Η σημασία των επιγραφών ως τεκμηρίων της ιστορίας είχε γίνει κατανοητή ήδη στην αρχαιότητα· ο Θουκυδίδης λ.χ. συχνά επικαλείται τη μαρτυρία επιγραφών, για να τεκμηριώσει την άποψή του, κάποτε μάλιστα παραθέτει και το κείμενό τους αυτούσιο· βλ. Θουκ. 5, 47· συνθήκη μεταξύ Αθηναίων, Αργείων, Μαντινέων και Ηλείων του 420 π.Χ. Τον 19ο αι. βρέθηκε πλησίον του θεάτρου του Διονύσου τμήμα ενεπίγραφης στήλης λευκού μαρμάρου (IG I3 83), που σώζει μέρος της παρατιθέμενης από τον ιστορικό συνθήκης. Επίσης ο Θουκυδίδης (6, 55.7) παραθέτει επίγραμμα χαραγμένο στον βωμό που ανέθεσε ο ομώνυμος εγγονός του τυράννου Πεισιστράτου στο ιερό του Πυθίου Απόλλωνος παρά το Ολυμπιείον των Αθηνών· το 1877 βρέθηκε παρά τον Ιλισσό πλησίον του Ολυμπείου η ενεπίγραφη επίστεψη του βωμού (βλ. τον αρ. 48). Ήδη από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. καταρτίζονται συλλογές επιγραφών μιας κατηγορίας· ο Μακεδών Κρατερός συλλέγει ψηφίσματα, ο Πολέμων από το Ίλιον (Τροία), περιηγητής του 2ου αι. π.Χ., γράφει περὶ τῶν ἀναθημάτων τῶν ἐν Ἀκροπόλει κλπ. Η αντιγραφή επιγραφών και η παράθεση του κειμένου προϊόντος του χρόνου αυξάνει, αναλόγως προς το ενδιαφέρον των αρχαίων περιηγητών, λ.χ. του Παυσανίου.

Επιγραφική.

Με τη σπουδή και τη δημοσίευση των επιγραφών ασχολούνται συνεχώς από συστάσεως του Ελληνικού κράτους πάρα πολλοί ξένοι επιστήμονες διαφόρων εθνικοτήτων, αλλά και αρκετοί Έλληνες. Έτσι αναπτύχθηκε η Επιγραφική ως ιδιαίτερος κλάδος της αρχαιογνωστικής επιστήμης, βοηθητικός της Ιστορίας.

       Η μελέτη των επιγραφών προϋποθέτει: α) την πολύ καλή γνώση της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας· τα αρχαία Ελληνικά των επιγραφών δεν είναι διαφορετικά από εκείνα των φιλολογικών κειμένων. β) τις καλές γνώσεις αρχαιολογίας, αλλά και λατρείας, μυθολογίας, τέχνης και τεχνικής των αρχαίων Ελλήνων, οικονομίας κλπ. γ) την επαρκή εξοικείωση με τον Νεοελληνικό λαϊκό και αγροτικό βίο, αλλά και τη δημώδη γλώσσα.

       Για την ερμηνεία μιας επιγραφής πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν και να εξετάζονται 1) ο υλικός φορέας της, κατά κανόνα λίθος, επάνω στον οποίο είναι χαραγμένη· 2) οι συνθήκες εύρεσης του ενεπίγραφου λίθου· 3) ο τόπος εύρεσης· και 4) η χρονολόγηση, η οποία στηρίζεται σε εσωτερικά τεκμήρια, στο σχήμα γραμμάτων, αλλά και στα αρχαιολογικά δεδομένα (κεραμική, πλαστική, αρχιτεκτονική).

       Τέλος, στην πληρέστερη κατανόηση του κείμενου συμβάλλει και η μετάφρασή του. Η μετάφραση πρέπει να αποδίδεται αναλόγως του
είδους του αρχαίου κειμένου, φιλολογικού ή επιγραφικού. Αλλιώς μεταφράζεται ο Αριστοφάνης, αλλιώς ο Θουκυδίδης, διαφορετικά μια συνθήκη συμμαχίας και διαφορετικά μια ερωτική επιγραφή.

       Το ακόλουθο παράδειγμα εξηγεί τα λεγόμενα. Μεταφράσεις του έργου του Θουκυδίδου υπάρχουν αρκετές, μεταξύ αυτών και του Ελ.
Βενιζέλου, η οποία κατά τη γνώμη του γράφοντος είναι η καλύτερη. Στο 8ο βιβλίο παρ. 65 ο Θουκυδίδης περιγράφει την τρομοκρατική δράση των ολιγαρχικών εταιρειών στην Αθήνα το 411, που απέβλεπε στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος και στην εγκαθίδρυση της Ολιγαρχίας των τετρακοσίων. Μεταξύ άλλων γράφει: «Καὶ ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους τῷ αὐτῶ τρόπῳ κρύφα ἀνήλωσαν». Το ρήμα ἀναλίσκω σημαίνει “δαπανώ”, “ξοδεύω” (Αισχ. 570., Σοφ. Οιδ. Τυρ. 1174, Αποσπ. 892, Ευρ. Ελ.
681). Στο συγκεκριμένο χωρίο προφανώς έχει μιαν άλλη, λαϊκή σημασία και χρησιμοποιείται από τον ιστορικό σκοπίμως αντί των συνηθισμένων στα κείμενα κτείνω, διαφθείρω, φονεύω, ἀποχρῶμαι. Και ο Βενιζέλος ευστόχως, αν και η μετάφρασή του είναι στην καθαρεύουσα, αποδίδει το κείμενο ως εξής: Αλλά και μερικούς άλλους εκ των οχληρών αντιπάλων εξεπάστρεψαν, κατά τον αυτόν τρόπον, κρυφίως. Ο Βενιζέλος χρησιμοποιεί μία λαϊκή έκφραση, “εξεπάστρεψαν”, διότι ορθώς αναγνωρίζει στο ρήμα ἀνήλωσαν λαϊκή έκφραση.

       Ορθή μετάφραση λοιπόν δεν είναι η κατά λέξη μετάφραση, ό,τι δηλαδή οδήγησε στις τρισάθλιες και βάρβαρες σχολικές μεταφράσεις, αλλά αυτή που αποδίδει τον νουν του κειμένου.

Το ελληνικό φωνητικό αλφάβητο.

Ήδη τους αρχαίους απασχολούσε το ποιός είναι ο πρώτος ευρετής του Ελληνικού αλφαβήτου. Ο Ηρόδοτος (5, 58) πάντως αναφέρει ότι ο μυθικός βασιλιάς των Θηβών Κάδμος και οι Φοίνικες που ήλθαν μαζί του εισήγαγαν τα γράμματα στην Ελλάδα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου πρώτα οι Ίωνες και κατόπιν οι λοιποί Έλληνες προσάρμοσαν στις δικές τους φωνητικές ανάγκες.

       Το Ελληνικό αλφάβητο έχει ως πρότυπο το φοινικικό (βόρεια σημιτική γραφή). Άλλωστε και ο Ηρόδοτος, αλλά και σε τρεις ελληνικές αρχαϊκές επιγραφές (μία της Τέω και δύο της Κρήτης) τα γράμματα ονομάζονται φοινίκηια.

       Το Φοινικικό Αλφάβητο είχε 22 γράμματα· ήταν συλλαβικό, κάθε γράμμα αντιστοιχούσε σε μία συλλαβή και τα φωνήεντα δεν σημειώνονταν.

       Οι Έλληνες πήραν το αλφάβητο και το προσάρμοσαν στις ανάγκες τους· σε πέντε γράμματα έδωσαν την αξία των φωνηέντων α, ε, ι, ο και υ, και προσέθεσαν τα γράμματα μετά το Τ, τα Φ, Χ, Ψ. Την καταγωγή του Ελληνικού αλφαβήτου από το Φοινικικό υποδεικνύουν τα εξής στοιχεία· η μορφή των γραμμάτων, η ονομασία τους, η σειρά τους και η φορά της γραφής.

       Όποιος ασχολείται με το ζήτημα της πρόσληψης του Ελληνικού αλφαβήτου καλείται να απαντήσει στα εξής ερωτήματα: 1) Πού έγινε η πρόσληψη, σε Ελληνικό ή Φοινικικό έδαφος; 2) Πότε έγινε η πρόσληψη; 3) Πότε και πώς έγιναν οι προσθήκες και οι τροποποιήσεις που διακρίνουν το Ελληνικό αλφαβητικό σύστημα από το Φοινικικό, δηλ. η δημιουργία των φωνηέντων, η μετατροπή ορισμένων γραμμάτων και η προσθήκη των γραμμάτων μετά το Τ; 4) Πώς το νέο αλφάβητο εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα;

       Πειστική απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ακόμα δυνατή, διότι ελλείπουν τα αρχαιολογικά δεδομένα, ενώ το επιγραφικό υλικό αποτυπώνει την ανάπτυξη του ελληνικού αλφαβήτου, αλλά δεν απαντά στο ερώτημα ποιό στάδιο της ανάπτυξης καταγράφει.

       Ένα άλλο ερώτημα, σπουδαίο επίσης, είναι, πώς και πότε δημιουργήθηκαν τα επιχώρια (τοπικά) Ελληνικά αλφάβητα.

       Στα επιχώρια Ελληνικά αλφάβητα των αρχαϊκών χρόνων, μερικά γράμματα είναι τα ίδια, ενώ άλλα διαφέρουν σε μεμονωμένα αλφάβητα ή σε ομάδες αλφαβήτων (λ.χ. ο φθόγγος β αποδίδεται σε μερικά αλφάβητα με το γράμμα Β, ενώ στο Ναξιακό και το Παριακό με το Ϲ ο φθόγγος ε αποδίδεται σχεδόν στο σύνολο των αλφαβήτων με το γράμμα Ε, στο Κορινθιακό όμως με το γράμμα 𐌁 (συχνά με γωνιώδεις γραμμές αντί καμπυλών)· ο φθόγγος ι αποδίδεται στα περισσότερα με το γράμμα Ι, σε μερικά όμως με το γράμμα ϟ (μερικές φορές με καμπύλες τις γραμμές)· αυτό στα άλλα αλφάβητα αποδίδει τον φθόγγο σ· σε μερικά αλφάβητα, Αττικό, Κορινθιακό, Ναξιακό κλπ., ο φθόγγος χ αποδίδεται με το γράμμα Χ, ενώ σε άλλα (Βοιωτικό, Ευβοϊκό, Λακωνικό κλπ.) με το γράμμα 𐌙 κλπ.

       Στα πλείστα των επιχώριων αλφαβήτων πλην του ανατολικοϊωνικού, αλλά και του Κρητικού και του Θηραϊκού, χρησιμοποιείται το γράμμα Η ή οι παραλλαγές του 𐌇 και 𐅂, για να αποδώσουν τον δασύ φθόγγο h· το γράμμα Ο, για να αποδώσει τόσο τον βραχύ (ο) όσο και τον μακρό φθόγγο (= ω) και τη νόθο δίφθογγο ου· το Ε, για να αποδώσει τόσο τον βραχύ (ε) όσο και τον μακρό φθόγγο (= η) και τη νόθο δίφθογγο ει· ο συνδυασμός των γραμμάτων ΚΣ ή ΧΣ, για να αποδώσει το συμφωνικό σύμπλεγμα ξ· και ο συνδυασμός των γραμμάτων ΠΣ ή ΦΣ, για να αποδώσει το συμφωνικό σύμπλεγμα ψ.

       Από τη συντομότατη αυτή αναφορά στα επιχώρια αλφάβητα δεν πρέπει να παραλειφθεί η χρήση δύο γραμμάτων, του κόππα (Ϙ) και του δίγαμμα (Ϝ). Το πρώτο χρησιμοποιείτο στα αλφάβητα (στη Λακωνία και στη Φωκίδα δεν έχει μαρτυρηθεί) προ των φθόγγων ο, υ και των συμφώνων λ και ρ αντί του Κ και εξαφανίστηκε στα περισσότερα βαθμιαία μετά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ενώ στα υπόλοιπα, όταν αυτά περιέπεσαν σε αχρηστία στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Το δίγαμμα εμφανίζεται ―όχι σε όλα τα αλφάβητα, στη Ρόδο, Θήρα, Μήλο και Ιωνία δεν έχει μαρτυρηθεί― προ φωνηέντων και σε μερικές περιοχές (λ.χ. στην Κρήτη) γράφεται μέχρι και τον 2ο αι. π.Χ.

       Τα τοπικά αλφάβητα παρέμειναν σε χρήση μέχρι τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και σε μερικές περιπτώσεις μέχρι το πρώτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ., εάν όχι με όλα τα γράμματά τους, πάντως με μερικά χαρακτηριστικά. Εν γένει μπορεί κανείς να πει ότι από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. αρχίζει να χρησιμοποιείται βαθμιαίως το Ανατολικοϊωνικό αλφάβητο, μάλιστα εκείνο της Μιλήτου.

       Στη διάλεκτο των Ιωνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, Χίου και Σάμου, και των Ιωνικών πόλεων της Μ. Ασίας καθώς και των
αποικιών τους, εξέπεσε πολύ νωρίς ο δασύς φθόγγος (h). Έτσι στο αλφάβητο των περιοχών αυτών, το λεγόμενο Ανατολικοϊωνικό, το γράμμα Η χρησιμοποιήθηκε, για να αποδώσει τον μακρό φθόγγο . Παραλλήλως το γράμμα Ω χρησιμοποιήθηκε, για να αποδώσει τον μακρό φθόγγο (= ω). Φαίνεται, δηλαδή, ότι η διαφοροποίηση στην προφορά των βραχέων και των μακρών φθόγγων η και ο αντιστοίχως προκάλεσε τη χρήση διαφορετικών γραμμάτων από τα Ε και Ο για τη δήλωσή τους στον γραπτό λόγο. Τέλος, τα συμφωνικά συμπλέγματα ξ και ψ αποδίδονταν αντιστοίχως με τα γράμματα Ξ και Ψ.

       Από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. στις Ελληνικές περιοχές εκτός της Ιωνίας η διαφοροποίηση των μακρών φθόγγων ε, ο από τους αντίστοιχους βραχείς, όπως υποδεικνύουν οι επιγραφές, άρχισε να γίνεται ιδιαιτέρως ισχυρή. Παραλλήλως, έπαυσε να προφέρεται το δασύ πνεύμα. Οι φωνητικές αυτές αλλαγές οδήγησαν σταδιακά στην αντικατάσταση των τοπικών αλφαβήτων και την υιοθέτηση του Ανατολικοϊωνικού αλφαβήτου.

       Βεβαίως η επικράτηση πλέον ενός αλφαβήτου σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο, δεν σήμαινε και τον περιορισμό των τοπικών διαλέκτων, οι οποίες συνέχισαν να ομιλούνται. Πολλές διαφορετικές λέξεις, συντάξεις προθέσεων και ρημάτων με διαφορετικές πτώσεις, καταλήξεις των κλιτών μερών του λόγου, προφορά φωνηέντων και συμφώνων, φωνολογικές και μορφολογικές διαφορές μεταξύ μεμονωμένων διαλέκτων, αλλά και ομάδων διαλέκτων, είναι τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την Ελληνική γλώσσα κατά τόπους, όπως άλλωστε συνέβαινε μέχρι τη δεκαετία του ’60 με τις νεοελληνικές διαλέκτους — και σε κάποιον βαθμό συμβαίνει ακόμη και σήμερα. Από το τέλος του 5ου αι. π.Χ. θα περάσουν σχεδόν τέσσερις ακόμη αιώνες, για να επικρατήσει απολύτως η λεγόμενη Ελληνιστική κοινή, στοιχεία της οποίας είχαν εμφανισθεί ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αι. π.Χ.

       Ώστε ο αναγνώστης των αρχαίων Ελληνικών επιγραφών δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνον τα διαφορετικά τοπικά αλφάβητα, αλλά και τις διαφορετικές διαλέκτους· και εάν απαλλάσσεται από τα πρώτα, όταν καταγίνεται με επιγραφές χρονολογούμενες μετά το πρώτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ., δεν απαλλάσσεται από τις δεύτερες παρά μόνον, όταν έρχεται σε επαφή με κείμενα χρονολογούμενα μετά τα μέσα του 2ου αι. π.Χ.

       Τα κείμενα που περιέχονται στο ανθολόγιο δίδουν εκτός των άλλων και μία εικόνα της ποικιλίας αλλά και της δυσκολίας που παρέχουν στην κατανόησή τους οι επιγραφές που είναι γραμμένες σε άλλες διαλέκτους πλην της Αττικής.

ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ

κ̣ α̣ γράμματα υπόστικτα· όσα δεν σώζονται ακέραια και η αναγνώριση τους δεν είναι ασφαλής

[ ] γράμματα μη σωζόμενα στον λίθο και συμπληρούμενα

‹ › γράμματα ατελώς χαραγμένα στο λίθο εκ σφάλματος η αντί άλλων·

στην έκδοση εμφανίζονται τα ορθά εντός γωνιωδών αγκυλών

{ } γράμματα εκ λάθους πλεοναστικώς χαραγμένα

η στιγμή δηλώνει ελλείπον στον λίθο γράμμα (λ.χ. 3 στιγμές, 3 ελλείποντα γράμματα)

- - - οι παύλες δηλώνουν αβέβαιον αριθμό γραμμάτων