Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ

Άσματα

[1857]
[Προλεγόμενα-Αφιέρωσις, 1857]
ΑΙΜΙΛΙΩ ΤΩ ΤΥΠΑΛΔΩ
Ο ΥΙΟΣ ΑΥΤΟΥ ΑΝΑΤΙΘΗΣΙΝ

Αιμίλιε!

Ότε μετά μακράν αποδημίαν προσωρμίσθην εις τας πατρικάς σου αγκάλας, το μέτωπόν μου ήτο αίθριον, η καρδία μου, πλήρης αίματος και ζωής, εσκίρτα επί του στήθους σου ίνα σε δείξει την χαράν της· το μειδίαμα ανέτελλε πάντοτε επί των χειλέων μου.
Οι χρόνοι παρέρχονται και ο θάνατος εχάραξεν ήδη επί του μετώπου μου τας πρώτας του ρυτίδας. Ήρπασεν ανηλεώς από των χειλέων μου το πρώτον άνθος της αγάπης μου!… Αισθάνομαι ακόμη επί της καρδίας μου όλον το βάρος του χώματος, το οποίον έρριψα επί της Μαρίας μου! Εις τρεις μήνας έθαψα την μητέρα μου και τον πατέρα… Έμεινα ορφανός!…
Αι επανειλημμέναι αύται καταστροφαί μ’ επλήγωσαν καιρίως. Εστέναξα εκ βάθους καρδίας μου ημέραν και νύκτα. Εξήντλησα τας δυνάμεις μου. Ησθανόμην την χείρα του θανάτου σφραγίζουσαν τα βλέφαρά μου.
Αι ευχαί σου, τα δάκρυά σου, άλλα ιερότερα δάκρυα, μ’ έσωσαν από του ολέθρου και ιδού τώρα προσφέρω εις σε τους πρώτους παλμούς της εκ νεκρών εγερθείσης καρδίας μου.
Διερχόμενος το βιβλιάριον τούτο, δεν είναι απίθανον, φίλτατε Αιμίλιε, να μ’ ερώτησεις προς τί τα μηδαμινά ταύτα στιχουργήματα συνέγραψα εις την κοινήν καθωμιλημένην γλώσσαν, περιβάλλων αυτά ούτω πως χιτώνα ευτελέστερον της ιδίας αυτών αξίας.
Ούτε η ατομική μου βαρύτης, ούτε αι αξιώσεις μου είναι τοιαύται, ώστε να αναδεχθώ ενταύθα την συζήτησιν προβλήματος, το οποίον έθνος ακέραιον και χρόνοι πολλοί δύνανται μόνοι να λύσωσι. Μόνον σε λέγω ότι κατ’ εμέ δεν αμφιβάλλω από τούδε ότι η γλώσσα του λαού θέλει είναι η γλώσσα της ρομαντικής, δημοτικής ή λυρικής ποιήσεώς μας. Πρέπει, μάλιστα επισήμως να καθιερωθεί εις τον σκοπόν τούτον, όπως οι δυνάμενοι εισέλθωσιν αδιστάκτως εις την πορείαν ταύτην πλουτίζοντες και μορφώνοντες αυτήν.
Εις την ιστορίαν των γλωσσών είναι αναντίρρητον γεγονός ότι φράσεις και λέξεις και ιδιωτισμοί αφιερώθησαν αποκλειστικώς εις την ποίησιν. Ημείς ευτυχέστεροι των άλλων δυνάμεθα ακεραίαν διάλεκτον να μεταχειρισθώμεν επί τούτω.
Οι σοφοί, οι λόγιοι ας προσπαθήσωσιν, αν δυνατόν, ν’ανεγείρωσι την ήδη τεθνηκυίαν. Ούτε δύναμαι ούτε θέλω να γίνω μάντις κακών.
Η γλώσσα του λαού είναι μία. Η γλώσσα των λογίων είναι πολυειδής· τινές εξ αυτών ρίπτονται εκ μιας εις την αρχαίαν, άλλοι βαθμηδόν μεταφυτεύουσι τ’ άνθη και τους βλαστούς αυτής εις το νέον ελληνικόν χώμα, ίσως όχι τόσον επιδεκτικόν, όσον κοινώς νομίζομεν, τοιαύτης καλλιεργείας.
Οποιαιδήποτε και αν είναι αι ελπίδες, αι προσδοκίαι των διεπόντων τώρα την νέαν ελληνικήν φιλολογίαν, δεν πρέπει κατ’ ουδένα τρόπον ούτε να θυσιάσωσιν ούτε να κερματίσωσι την γλώσσαν του λαού.
Εις την γλώσσαν ταύτην εμοιρολόγησε το έθνος το ελληνικόν από Μωάμεθ του δευτέρου μέχρι Ρήγα του λυτρωτού. Εις την γλώσσαν ταύτην ετραγώδησεν ο Κλέφτης επί του Πίνδου, επί του Κισσάβου, επί του Ολύμπου.
Αν είναι και ερείπιον, ως τοιούτον ας το σεβασθώμεν. Τα δεσμά, οι θρήνοι, οι διωγμοί, τα μαρτύρια, αι απαγχονίσεις, τα αίματα, αι παντοίαι καταστροφαί το καθιέρωσαν. Η εθνική ποίησις το περιέβαλε με τον αειθαλή κισσόν της ίνα μη τα διαχωριζόμενα εκ τοσούτων κλονισμών τεμάχιά του πέσωσι καταγής και συντριφθώσι.
Λύτρωσον αυτό και συ, Ελλάς ελευθέρα, και μη καταδεχθείς να περιφρονήσεις τόσον το ένδυμα της πτωχείας σου. Μη καταδεχθείς να λησμονήσείς το ιερόν σύνθημα, δι’ ου συνεννοήθησαν από περάτων της γης μέχρι των κόλπων σου τα διεσκορπισμένα τέκνα σου!
Η γλώσσα του λαού δεν είναι πτωχή, είναι πλαστικοτάτη και ποιητικοτάτη. Παρέχει αναριθμήτους ευκολίας εις τον ποιητήν, είναι ιδιότροπος και σπανίως μιμείται τας ξένας. Αλλά ταύτα προς ουδέν λογίζονται ενώπιον της ιδέας ότι αύτη είναι η μόνη έκφρασις της νέας ελληνικής ποιήσεως. Αυτομάτως γεννηθείσα, δεν είναι έργον της τέχνης, ως η τώρα σκευαζομένη, είναι ο μόνος βλαστός ο εναπομείνας επί του γηραιού δένδρου της εθνικότητός μας. Τον βλαστόν τούτον διετηρήσαμεν χλοερόν μέχρι τούδε, ποτίζοντες αυτόν αίμα και χολήν. Ήθελεν είναι τρομερόν κακούργημα αν ημείς αυτοί τον απετέμναμεν.
Δεν εκτείνομαι περισσότερον. Ηθέλησα να δικαιολογηθώ μαζί σου και ιδού εξοκέλλω πέραν του σκοπού.
Οι ολίγοι στίχοι μου δεν εκπληρούσιν ούτε τας ιδίας μου απαιτήσεις, πολλώ μάλλον δεν δύνανται να εκπληρώσωσι τας των άλλων. Δεν τους εκδίδω προς επίδειξιν, το ομνύω. Και αν ακριβός τις φίλος δεν μ’ εβίαζε να τους δημοσιεύσω, ήθελα σε τους πέμψει χειρογράφους. Δάφνας δεν απαιτώ ούτε ελπίζω. Έν μόνον δάκρυον αν πέσει από των οφθαλμών σου επί του ονόματος εκείνης την οποίαν λατρεύομεν και την οποίαν διατρέχων αυτούς θέλεις απαντήσει εξερχομένην του μνήματος και πίπτουσαν εις τας αγκάλας μου όπως λάβει τον τελευταίον ασπασμόν, είναι η μόνη αμοιβή την οποίαν προσμένει παρά σου.

Ο υιός σου
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ