Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Νεκρική ωδή

Εις τον θάνατον
της Ευγενούς Κυρίας Χριστίνης Σταύρου
συμβάντα τη 31η Ιανουαρίου 1852 *

Την αυγή με τη δροσούλα εξεφύτρωσ’ ένα ρόδο την αυγή με τη δροσούλα εμαράθηκε το ρόδο!

Για μιαν άνοιξη μονάχα στα περήφανα κλαριά του ετραγούδησε τ’ αηδόνι, έκαμε και τη φωλιά του… 5 Σαν η άνοιξη γυρίσει και τ’ αηδόνι σα γυρίσει τη φωλιά του πού θα στήσει;…

Όταν έβγαινε η σελήνη, όταν έβγαιναν τ’ αστέρια με αγάπη το εθωρούσαν, του απλώνανε τα χέρια, σα να ηθέλαν εκεί επάνω να το πάρουν το καημένο. 10 Έλεγαν πως είν’ αδέρφι, έλεγαν πως πλανημένο τ’ ουρανού το μονοπάτι τ’ ορφανό θα είχε χάσει. Ωχ! αστέρια! ωχ, αστέρια! γρήγορα που θα σας φθάσει!

Κάποιοι που ήκουσαν τ’ αηδόνι στο κλαρί του να λαλεί, Είπαν δεν είναι τραγούδι, μοιρολόγι είν’ εκεί… 15 Κι όσοι είδαν τας ακτίνας των αστέρων τ’ ουρανού να γελούν, να παιγνιδίζουν με τα φύλλα του ορφανού, είπανε τα φώτα εκείνα αχ! δεν είναι της χαράς, είπαν ότι είν’ τα φώτα νεκρικής κεροδοσάς.

Την αυγή με τη δροσούλα εξεφύτρωσ’ ένα ρόδο 20 την αυγή με τη δροσούλα εμαράθηκε το ρόδο.

Μην επέρασαν εκείθεν ο Βοριάς ο παγωμένος και σαν είδε τέτοιο ρόδο ο σκληρός ερωτεμένος άρπαξε τη μυρωδιά του και την πήρε στα φτερά του;…

25 Τόσον είναι μαραμένον και τα φύλλα του έχει αχνά οπού λες ότι για χρόνους της αυγούλας η δροσά δεν το εδρόσισε το μαύρο. Τόσον είναι πικραμένο οπού λες ότι επάνω σε κορμί σαβανωμένο κάποιο χέρι το είχε στήσει 30 νεκρικά να το στολίσει.

Την αυγή με τη δροσούλα εξεφύτρωσ’ ένα ρόδο την αυγή με τη δροσούλα πώς εχάθηκε το ρόδο;

Δεν το ξεύρω!… Κάποιος είπε ότι εψές το βράδυ βράδυ είδε κάποιονε να φεύγει σαν καπνός με τον αγέρα. 35 Τ’ άλογό του ήτο μαύρο σαν της νύχτας το σκοτάδι κι ελαφρό σαν τον αιθέρα. Εις το χέρι του εβαστούσε, αχαμνό, ξεγυμνωμένο, ένα ρόδο μαραμένο. Όταν έφευγε ακλουθώντας του πελάου την άκρη άκρη, 40 αχ, δεν έχυν’ ένα δάκρυ, μόνον έλεγε στο κύμα, που τον βλέπει και τραβιέται: «Κύματά μου, ειπέτε, ειπέτε, δεν είν’ όμορφο το ρόδο;». Μόνον λέγει στο χορτάρι, που υποκάτω απ’ το ποδάρι 45 του αλόγου του πεθαίνει: «Δεν είμ’ άξιος κι εγώ τέτοιο ρόδο να φορώ;». Τέτοια ρόδα και του Χάρου κάνουν όμορφα τα στήθια. Είναι αλήθεια, είν’ αλήθεια!