Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Ο Δήμος και το καριοφίλι του

Πολλάκις συμπτώσεις απλούσταται αποδίδονται παρά του λαού εις υπερφυσικάς αιτίας. Ο θάνατος μάλιστα των εξόχων πολεμιστών συνοδεύεται σχεδόν πάντοτε υπό παραδόξου τινός των συμβάντος. Τα υπηρετούντα αυτούς κτήνη ως επί το πολύ θνήσκουσιν ολίγον μετ’ αυτούς, αποποιούμενα την τροφήν και ποθούντα τον κύριόν των. Ο ίππος του Καστριώτου δεν ηθέλησε να δεχθή ουδένα ποτέ άλλον επί των νώτων του, μέχρις ού ετελεύτησε.
Οι κλέφται, εζωσμένοι τα όπλα ημέραν και νύκτα και ουδέποτε παραιτούντες αυτά, φυσικόν ήτο ν’ αγαπώσι ταύτα μέχρι λατρείας. Δεν είναι σπάνιον ν’ απαντήση τις εις την δημοτικήν αυτών ιστορίαν ανήκουστα κατορθώματα, ενίοτε δε και τρομερά κακουργήματα προς κατάκτησιν ή ανάκτησιν όπλου γνωστού και περιφήμου τινός.
Ο έρως αυτών εμεγαλύνετο τόσον, ώστε εβάπτιζον αυτά ως ίδια των τέκνα. Εφήρμοζον δ’ επ’ αυτών η εφεύρισκον ονόματα πάντη περίεργα.
«Έχω εις χείρας μου γιαταγάνιον, επονομαζόμενον Βρικόλακα», «Γνωρίζω σπάθην, καλουμένη Μαυρούχον». Ο δε περίφημος Χρήστος Μιλλιόνης έδωκε τ’ όνομά του εις το τρομερόν του όπλον, όθεν και μιλλιόνια είδος πυροβόλων, εχόντων την μορφήν και την αξίαν εκείνου.
Τίς δεν εγνώριζε το όπλον του Παλαιοπούλου επί Αλή Πασά, αλάνθαστον βροντοφώνον; Ενόμιζον αυτά τα έμψυχα και συνδιαλέγοντα προς εκείνα. Τα εκόσμουν ως ερωμένας των και θνήσκοντες ήθελον αυτά πλησίον εντός του τάφου.
Είναι ωραία η λατρεία αύτη ενός πολεμιστού!


«Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου. Βρύση το αίμα το ’χυσα, σταλαματιά δεν μένει.

5 »Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο, να ’ναι χλωρό και δροσερό, να ’ναι ανθούς γεμάτο, και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω. 

»Ποιός ξέρει από το μνήμα μου τί δένδρο θα φυτρώσει! Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω 10 θα ’ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε, να τραγουδούν τα νιότα μου και την παλικαριά μου. Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο, θα ’ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν, να πλένουν τες λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.

15 »Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου. Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε. Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη. Σταθείτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθείτ’ εδώ σιμά μου τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.

20 »Κι έν’ από σας το νιότερο, ας ανεβεί τη ράχη, ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξο μου καριοφίλι, κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει:  "ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει!" Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θα να βογκήξει ο βράχος 25 θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν, και τ’ αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο, θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του, για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος, 30 και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.

»Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.» 


Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σα να ’τανε ζαρκάδι
35 ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει «ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει». Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια, ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.  Στην τρίτα και την ύστερη, τ’ άξο το καριοφίλι 40 βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει, φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο, πέφτει απ’ του βράχου το γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.

Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στον βαθύ τον ύπνο, τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια… 45 Ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.

Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του Κλέφτη, με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται, αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.