Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναπτερόω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνα-πτερόω, μέλ. -ώσω, κυρίως λέγεται για πουλί, 1. υψώνω τα φτερά μου· απ' όπου, ἀν. ἐθείρας, σε Ευρ. 2. μεταφ., βάζω φτερά, ενθουσιάζω υπέρμετρα, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.Παθ., βρίσκομαι σε ενθουσιώδη διάθεση, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.