LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πτιλωτός"
- πτῐλωτός, -ή, -όν (πτίλον), αυτός που έχει χνουδωτά νώτα, αντίθ. προς το πτερωτός, σε Αριστ.