Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δέον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δέον, -οντος, τό, μτχ. ουδ. του απροσ. δεῖ, χρησιμ. ως ουσ.· οτιδήποτε δεσμευτικό, απαραίτητο, αναγκαίο, σωστό, σε Σοφ., Ξεν.· τὰ δέοντα, αυτά που είναι πρέποντα ή αναγκαία, χρειαζούμενα, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐν δέοντι (ενν. καιρῷ), στον σωστό χρόνο, Λατ. opportune, σε Ευρ.· ἐν τῷ δέοντι, σε Ηρόδ.· εἰς τὸ δέον, για έναν αναγκαίο σκοπό, επιδίωξη, σε περίπτωση ανάγκης, στον ίδ.· από όπου (στην Αθήνα), έκφραση για τα μυστικά κονδύλια· εἰςτὸ δέον ἀπώλεσα, σε Αριστοφ.