Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἴλινος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἴ-λῐνος, , 1. γοερό μοιρολόι, σε Τραγ. (παραδίδεται ότι προήλθε από το αἶ Λίνον = αχ! τον Λίνο!, βλ. Λίνος II). 2. επίθ., αἴλινος, -ον, θρηνητικός, λυπητερός, γοερός, σε Ευρ.· ουδ. πληθ. αἴλινα, ως επίρρ., σε Μόσχ.