Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Λίνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Λίνος[ῐ], -ου, , I. μυθικός αοιδός, γιος του Απόλλωνα και της Ουρανίας (Καλλιόπης), δάσκαλος του Ορφέα, σε Θεόκρ., κ.λπ. II. ως προσηγορικό, τραγούδι ή ωδή του Λίνου, την οποία τραγουδά νεαρό αγόρι στην κιθάρα, ενώ οι τρυγητές εργάζονται, Λίνονδ' ὑπὸ καλὸν ἄειδε, έψαλλε το όμορφο άσμα του Λίνου με συνοδεία, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. αἴλινος, το οποίο είναι πένθιμο, θρηνητικό άσμα.