Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ῥέω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ῥέω, Επικ. ῥείω, γʹ ενικ. παρατ. ἔρρει, Επικ. ἔρρεε ή ῥέε· μέλ. ῥεύσομαι, Δωρ. ῥευσοῦμαι· αόρ. αʹ ἔρρευσαΑττ. μέλ. και αόρ. αʹ έχουν Παθ. τύπο ῥῠήσομαι, ἐρρύην· παρακ. ἐρρύηκα, σε Πλάτ.· το ρήμα αυτό, όπως και τα πνέω, χέω, δεν συναιρεί τα εη, εο, εω· I. 1. ρέω, τρέχω, ρέω ορμητικά, (ξε)χύνομαι, αναβλύζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. του πράγματος που ρέει, πηγὴ ῥέει ὕδατι, η κρήνη αναβλύζει νερό, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥέεν αἵματι γαῖα, στο ίδ.· ῥεῖ γάλακτι πεδίον, σε Ευρ.· λέγεται και για δήλωση μεγάλου ποταμού, μέγας ῥεῖ, ρέει, κυλά σε πλατύ ρεύμα ή έχει μεγάλη, ευρεία ροή, σε Ηρόδ.· με την ίδια σημασία, πολὺς ῥεῖ· μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, ῥεῖ πολὺς ὅδε λεώς, σε Αισχύλ.· χρησιμ. για ποταμό, επίσης, ῥέει ἀπὸ χιόνος, αντλεί, τροφοδοτεί τη ροή, τα νερά του από το λιωμένο χιόνι, σε Ηρόδ.· παροιμ., ἄνω ῥέειν, ρέω, κυλώ προς τα πίσω, λέγεται για πράγματα που είναι αδύνατο να συμβούν, σε Ευρ. 2. μεταφ., χρησιμ. για πράγματα, ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον, από τα χέρια τους ρίχνονταν σαν βροχή τα βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται επίσης, για τη ροή των λόγων, για την ίδια την ομιλία, ἀπὸγλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή, στο ίδ.· απόλ., λέγεται για τη γλώσσα, κινούμαι δεξιοτεχνικά, με ευστροφία, ευέλικτα, με άνεση και εύκολα, χειρίζομαι απρόσκοπτα την προφορά και την ομιλία, σε Αισχύλ. (πρβλ. salso multoque fluenti)· λέγεται για λέξεις ή συναισθήματα, είμαι έκδηλος, ξεχειλίζω, σε Σοφ. 3. πέφτω, λιγοστεύω, μειώνομαι, π.χ. για τα μαλλιά ή για τις τρίχες του σώματος, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· μεταγεν., γενικά, καταρρέω ή λιώνω τελείως, διαλύομαι, φθείρομαι, χάνομαι, σε Σοφ., Πλάτ. 4. λέγεται για πρόσωπα, ῥέω ἐπί ή εἴς τι, κλίνω, ρέπω προς κάτι, είμαι επιρρεπής σε κάτι, σε Ισοκρ., Πλάτ. II. 1. σπάνια ως μτβ., χύνω, ἔρρει χοάς, σε Ευρ. 2. με σύστ. αντ., ῥείτω γάλα, μέλι, ας τρέχει γάλα, μέλι, σε Θεόκρ.· ποταμῷ οἶνον ῥέοντι, σε Λουκ.
*ῥέω, λέγω, απαγγέλλω, βλ. ἐρῶ.