Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐρῶ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἔρῳ, δοτ. του ἔρος.
ἐρῶ, Ιων. και Επικ. ἐρέω, μέλ. του εἴρω (Β), παρακ. εἴρηκα, Παθ. εἴρημαι, Ιων. γʹ πληθ. εἰρέαται· γʹ πληθ. υπερσ. εἴρητοΠαθ., αόρ. αʹ ἐρρήθην, Ιων. εἰρέθην, μέλ. εἰρήσομαι, σπανίως ῥηθήσομαι· ο ενεστ. εἴρω (σπανίως στους Επικ. και ποτέ στους Αττ.) συμπληρώνεται από τα φημί, λέγω ή ἀγορεύω· εἶπον χρησιμ. ως αόρ.· I. θα πω ή θα μιλήσω, σε Αττ.· με αιτ. προσ., μιλώ για κάποιον, κακῶςἐρεῖν τινα, κακολογώ, σε Θέογν., Ευρ.· με διπλή αιτ., ἐρεῖν τινά τι, στον ίδ. κ.λπ. II. 1. θα πω, θα αναγγείλω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· Ἠὼς ἐρέουσα, θα προαναγγείλει την ανατολή του ηλίου, στο ίδ.· ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, για λόγο που ειπώθηκε ορθά και δίκαια, σε Ομήρ. Οδ. 2. εἰρημένος, συμφωνημένος, μισθός, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· εἰρημένον, απόλ., μολονότι είχε συμφωνηθεί, σε Θουκ. 3. προστάζω, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, με δοτ. και απαρ., σε Ξεν.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.· ομοίως και στην Παθ., εἴρητο συλλέγεσθαι τὸνστρατόν, με απαρ., του δόθηκαν εντολές να κάνει κάτι, σε Ηρόδ. III. στην Παθ., αναφέρομαι, μνημονεύομαι, στον ίδ.