Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὗς"

Βρέθηκαν 24 λήμματα [1 - 20]
ὗς, ὗν, γεν. ὑός [ῠ] ή σῦς, σῦν, γεν. σῠός, και · πληθ., ονομ. ὕες (Αττ. ὗς), σύες, αιτ. ὕας, σύας (Αττ. σῦςγεν. συῶν, δοτ. ὑσί, συσί, Επικ. επίσης ὕεσσι, σύεσσι, 1. αγριόχοιρος, αγριογούρουνο, είτε αρσενικός (κάπρος) είτε θηλυκός (γουρούνα), σε Όμηρ. κ.λπ.· σῦς ἄγριος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης σῦς κάπριος ή κάπρος, βλ. κατωτ. 2. οικόσιτο γουρούνι, χοίρος, σε Όμηρ. κ.λπ.
ὕσγη, , χαμόδενδρο, θάμνος με κορμό από τον οποίο παράγεται η χρωστική ουσία ὕσγινον.
ὑσγῑνο-βᾰφής, -ές, πορφυροβαμμένος, άλικος, κατακόκκινος, σε Ξεν., Λουκ.
ὕσγῑνον, τό, χρωστική ουσία από τον κορμό του θάμνου, ὕσγη, άλικος, πορφυρός, κατακόκκινος, σε Ανθ.
ὑσθῆναι, απαρ. Παθ. αορ. αʹ του ὕω.
ὑσμίνη[ῑ], , αγώνας, πάλη, μάχη, σύγκρουση, σε Ομήρ. Ιλ.· κατά μεταπλασμό, Επικ. δοτ. ὑσμῖνι, όπως αν προερχόταν από τα ὑσμίν ή ὑσμίς, στο ίδ.
ὕσπληγξ ή ὕσπληξ, , γεν. -ηγγος και -ηγος, Δωρ. ὕσπλαγξ, -αγγος, I. σχοινί τραβηγμένο, τεντωμένο κατά πλάτος, οριζοντίως, στην αρχή του σταδίου· αφήνονταν να πέσει όταν οι δρομείς ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν, αφετηρία,, σε Πλατ., Ανθ. II. βρόχος ή θηλειά μιας παγίδας πτηνών, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
ὑσσός, , ακόντιο, το ρωμαϊκό pilum, σε Πολύβ. κ.λπ.
ὕσσωπος, , ύσσωπος, φαρμακευτικό αρωματικό φυτό, πιθ. η κάππαρη, σε Κ.Δ.
ὑστάτιος[ᾰ], , -ον, ποιητ. αντί του ὕστατος, όπως μεσσάτιος αντί του μέσσος, σε Όμηρ.· το ουδ. ως επίρρ., επιτέλους, σε Ομήρ. Ιλ.
ὕστᾰτος, , -ον, βλ. ὕστερος Β.
ὑστέρα, Ιων. ὑστέρη, , μήτρα, κυρίως σε πληθ. ὑστέραι, Ιων. -εων, σε Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
ὑστεραῖος, , -ον (ὕστερος), αυτός που ανήκει στην επόμενη μέρα, (πρβλ. προτεραῖοςτῇ ὑστεραίᾳ (Ιων. -αίῃ) ἡμέρᾳ, τη μέρα που ακολουθεί, την επαύριο, την επομένη μέρα, Λατ. postridie, σε Ηρόδ.· συχνά και χωρίς το ἡμέρᾳ, στον ίδ., Αττ.· επίσης, ἐς τὴν ὑστεραίην, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ ὑστεραίᾳ, σε Πλάτ.· με γεν., τῇ ὑστεραίᾳ τῆς μάχης, την επομένη μέρα της μάχης, στον ίδ. II. = ὕστερος, μεταγενέστερος, ακόλουθος, επόμενος, σε Ηρόδ., Ξεν.
ὑστερέω (ὕστερος), μέλ. -ήσω, παρακ. ὑστέρηκα, υπερσ. ὑστερήκεινΠαθ., αόρ. αʹ ὑστερήθην· I. μένω πίσω ή έρχομαι αργότερα, καθυστερώ, σε Ηρόδ., Αττ. II. με γεν. πράγμ., έρχομαι αργότερα από, καθυστερώ για, ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης, προσήλθαν μία μέρα αργότερα της προκαθορισμένης μέρας, σε Ηρόδ.· τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει, είχε φθάσει αργά για την σωτηρία της Μυτιλήνης, σε Θουκ.· ὑστερέω τῆς πατρίδος, αδυνατώ να την υπερασπίσω, σε Ξεν. 2. με γεν. προσ., έρχομαι μετά από κάποιον, στον ίδ.· επίσης με δοτ., έρχομαι πάρα πολύ αργά για κάποιον, σε Θουκ. III. μεταφ., δεν φθάνω κάποιον, είμαι κατώτερος, τινός, σε Πλάτ. κ.λπ. IV.1. είμαι ελλιπής, ανεπαρκής, δεν κατορθώνω να πετύχω κάτι· ομοίως και σε Μέσ., ὑστερεῖσθαί τινος, σε Κ.Δ. 2. απόλ., βρίσκομαι σε ανάγκη ή έλλειψη, στερούμαι, στο ίδ. V. λέγεται για πράγματα, είμαι ελλιπής, δεν επαρκώ, Λατ. deficere, στο ίδ.
ὑστέρημα, -ατος, τό, έλλειμμα, ανάγκη, έλλειψη, σε Κ.Δ.
ὑστέρησις, , = το προηγ., σε Κ.Δ.
ὑστερίζω (ὕστερος), μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ὑστέρισα· I. έρχομαι μετά από, έρχομαι αργότερα ή πάρα πολύ αργά, σε Θουκ., Ξεν. II. με γεν. πράγμ., μένω πίσω ως προς, φθάνω αργά για τις περιστάσεις, σε Δημ.· μένω πίσω, σε Ξεν. III. μεταφ., υστερώ, μένω πίσω, είμαι κατώτερος κάποιου, με γεν., στον ίδ.· απόλ., ὑστερίζω τὸ εἰδέναι, υστερεί σε γνώση, στον ίδ.
ὑστερό-ποινος, -ον (ποινή), αυτός που επιβάλλει ποινή μετά την πράξη, ενέργεια, αυτός που τιμωρεί κατόπιν, σε Αισχύλ.
ὑστερό-πους, , , ουδ. -πουν, αυτός που έρχεται αργά, σε Ανθ.
ὕστερος, ὕστατος, έσχατος, τελευταίος, συγκρ. και υπερθ. χωρίς θετικό βαθμό επιθ.
Α.ὕστερος
, , -ον, τελευταίος· I. λέγεται για τόπο, τελευταίος, έσχατος, αυτός που έρχεται κατόπιν, μετά από, επόμενος, ακόλουθος, σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., ὕστεροι ἡμῶν, από πίσω μας, σε Πλάτ.· ὑστέρα νεώς, πίσω (βραδύτερη) από το πλοίο, σε Αισχύλ. II. λέγεται για χρόνο, επόμενος, προσεχής, σε Ομήρ. Ιλ.· τῷ ὑστέρῳ ἔτει, τον επόμενο χρόνο, κατά τον προσεχή χρόνο, σε Ξεν.· ὑστέρῳ χρόνῳ, τον μετέπειτα χρόνο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν. προσ., ύστερα από κάποιον, μετά από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· επίσης, ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων, σε Ηρόδ. 2. αργότερα, πολύ αργά, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 3. με γεν. πράγμ., αργότερα από όσο έπρεπε για κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 4. ως ουσ., οἱ ὕστεροι, Λατ. posteri, σε Ευρ. III. λέγεται για μικρότερη ηλικία, αξία ή ποιότητα, γένει ὕστερος, δηλ. νεώτερος, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδενὸς ὕστερος, κατώτερος από κανέναν, σε Σοφ., Θουκ.· ὕστερος τῶν νόμων, κατώτερος, υποκείμενος στους νόμους, σε Αισχίν. IV. 1. το ουδ. ὕστερον ως επίρρ., πίσω, όπισθεν, με γεν., σε Ξεν. 2. λέγεται για χρόνο, αργότερα, έπειτα, μετά από, κατόπιν, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης ὕστερα, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ὕστερον τούτων, μετά απ' αυτά, κατόπιν, έπειτα από αυτά, σε Ηρόδ.· πολλῷ ὕστερον τῶν Τρωικῶν, σε Θουκ. 3. με επιρρ. σημασία με προθ., ἐςὕστερον, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἐν ὑστέρῳ, σε Θουκ.· ἐξ ὑστέρης, σε Ηρόδ. Β.ὕστατος, , -ον, έσχατος· I. λέγεται για τόπο, πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για χρόνο, τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕστατον ἐξενάριξεν;, στο ίδ.· πρὸς ὕστατον φῶς, σε Αισχύλ.· ἡ ὑστάτη (ενν. ἡμέρα) τῆς ὁρτῆς, η τελευταία μέρα της γιορτής, σε Ηρόδ.· οὐκἐν ὑστάτοις, όχι μεταξύ των τελευταίων, σε Ευρ.· οἱ ὕστατοι εἰπόντες, σε Δημ. κ.λπ.· με γεν., ὕστατος ἁλώσιος, εντελώς τελευταίος για..., σε Πίνδ. III. 1. ουδ. ενικ. και πληθ. ως επίρρ., πύματόν τε καὶ ὕστατον, σε Ομήρ. Οδ.· ὕστατα καὶ πύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· νῦν ὕστατα, στο ίδ.· ὕστατα, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. με επιρρ. σημασία με προθ., ἐν ὑστάτοις, επιτέλους, σε Πλάτ.