Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὕστερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὕστερος, ὕστατος, έσχατος, τελευταίος, συγκρ. και υπερθ. χωρίς θετικό βαθμό επιθ.
Α.ὕστερος
, , -ον, τελευταίος· I. λέγεται για τόπο, τελευταίος, έσχατος, αυτός που έρχεται κατόπιν, μετά από, επόμενος, ακόλουθος, σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., ὕστεροι ἡμῶν, από πίσω μας, σε Πλάτ.· ὑστέρα νεώς, πίσω (βραδύτερη) από το πλοίο, σε Αισχύλ. II. λέγεται για χρόνο, επόμενος, προσεχής, σε Ομήρ. Ιλ.· τῷ ὑστέρῳ ἔτει, τον επόμενο χρόνο, κατά τον προσεχή χρόνο, σε Ξεν.· ὑστέρῳ χρόνῳ, τον μετέπειτα χρόνο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν. προσ., ύστερα από κάποιον, μετά από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· επίσης, ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων, σε Ηρόδ. 2. αργότερα, πολύ αργά, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 3. με γεν. πράγμ., αργότερα από όσο έπρεπε για κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 4. ως ουσ., οἱ ὕστεροι, Λατ. posteri, σε Ευρ. III. λέγεται για μικρότερη ηλικία, αξία ή ποιότητα, γένει ὕστερος, δηλ. νεώτερος, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδενὸς ὕστερος, κατώτερος από κανέναν, σε Σοφ., Θουκ.· ὕστερος τῶν νόμων, κατώτερος, υποκείμενος στους νόμους, σε Αισχίν. IV. 1. το ουδ. ὕστερον ως επίρρ., πίσω, όπισθεν, με γεν., σε Ξεν. 2. λέγεται για χρόνο, αργότερα, έπειτα, μετά από, κατόπιν, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης ὕστερα, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ὕστερον τούτων, μετά απ' αυτά, κατόπιν, έπειτα από αυτά, σε Ηρόδ.· πολλῷ ὕστερον τῶν Τρωικῶν, σε Θουκ. 3. με επιρρ. σημασία με προθ., ἐςὕστερον, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἐν ὑστέρῳ, σε Θουκ.· ἐξ ὑστέρης, σε Ηρόδ. Β.ὕστατος, , -ον, έσχατος· I. λέγεται για τόπο, πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για χρόνο, τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕστατον ἐξενάριξεν;, στο ίδ.· πρὸς ὕστατον φῶς, σε Αισχύλ.· ἡ ὑστάτη (ενν. ἡμέρα) τῆς ὁρτῆς, η τελευταία μέρα της γιορτής, σε Ηρόδ.· οὐκἐν ὑστάτοις, όχι μεταξύ των τελευταίων, σε Ευρ.· οἱ ὕστατοι εἰπόντες, σε Δημ. κ.λπ.· με γεν., ὕστατος ἁλώσιος, εντελώς τελευταίος για..., σε Πίνδ. III. 1. ουδ. ενικ. και πληθ. ως επίρρ., πύματόν τε καὶ ὕστατον, σε Ομήρ. Οδ.· ὕστατα καὶ πύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· νῦν ὕστατα, στο ίδ.· ὕστατα, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. με επιρρ. σημασία με προθ., ἐν ὑστάτοις, επιτέλους, σε Πλάτ.