Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὅτε"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ὅτε, αναφορ. επίρρ. χρόνου, που σχηματίζεται από την αναφορ. ρίζα και το τε (βλ. τε Β)· στο δεικτ. τότε, και στο ερωτημ. πότε· I. 1. όταν, Λατ. quum, quando, και ακολουθ. από οριστ., σε Όμηρ. κ.λπ.· από ευκτ.· λέγεται για μελλοντικά γεγονότα που παρουσιάζονται στον λόγο ως αβέβαια, σε Ομήρ. Ιλ.· στον Όμηρ., μερικές φορές αντί ὅταν, με υποτ. 2. ελλειπτικό στη φράση ἔστιν ὅτε ή ἔσθ' ὅτε, όπως το Λατ. est ubi, υπάρχουν φορές που, μερικές φορές, που και που, σε Ηρόδ., Αττ. II. με αιτιολογική σημασία, όπως το Λατ. quum, επειδή, αφού, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. III. το ὁτέ απόλ. ως επίρρ. όπως το ἔσθ' ὅτε, μερικές φορές, ὁτὲ μέν..., ἄλλοτε..., ὁτὲ μέν..., ἄλλοτε δ' αὖ..., σε Ομήρ. Ιλ.· ὅτε μέν..., ὅτε δέ..., σε Αριστ.
ὅτε, I. το ουδ. της ὅσ-τε. ΙI. Ιων. αρσ. αντί ὅσ-τε, σε Ομήρ. Ιλ.
ὁτέοισιν, Επικ. και Ιων. δοτ. πληθ. του ὅστις· ὅτευ, γεν. ὅτεῳ, δοτ. ὅτεων, γεν. πληθ.