Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὅς"

Βρέθηκαν 54 λήμματα [1 - 20]
ὅς, , , γεν. οὗ, ἧς, οὗ κ.λπ.· Επικ. γεν. ὅου, ἕης· δοτ. πληθ. οἷσι, ᾗς, ᾗσι· αντων., η οποία στην πρώιμη ελληνική χρησιμ.:
Α.
ως δεικτ. = οὗτος, ὅδε. Β. ως αναφορ.
Α.
ΔΕΙΚΤ., αυτός, εκείνος· μερικές φορές επίσης αντί αὐτός, αυτός, αυτή, αυτό, μόνο στην ονομ. I. στον Όμηρ., ἀλλὰ καὶ ὃς δείδοικε, σε Ομήρ. Ιλ.· ὃ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων, σε Ομήρ. Οδ. II. στη μεταγεν. ελλ.. 1. στην αρχή μιας πρότασης, καὶ ὅς, και αυτός, καὶ ἥ, και αυτή, καὶ οἵ, και αυτοί, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. ὃς καὶ ὅς, τέτοιος και τέτοιος άνθρωπος, ο τάδε και ο δείνα, σε Ηρόδ. 3. ἦ δ' ὅς, ἦ δ' ἥ, είπε αυτός, είπε αυτή, σε Πλάτ. 4. σε αντιθ., Λέριοι κακοί· οὐχ ὁ μέν, ὃς δ' οὐ, σε Φωκύλ.· ὃς μέν... ὁ δέ..., σε Μόσχ. κ.λπ. Β. ΑΝΑΦΟΡ., I. 1. ο οποίος, το οποίο, Λατ. qui, quae, quod·κανονικά, το αναφορ. εξαρτάται από το όνομα ή το ρήμα της πρότασης στην οποία ανήκουν και συντάσσονται αναλόγως, συχνά όμως λαμβάνει την πτώση του προσδιοριζομένου όρου καθ' έλξη, τῆς γενεῆς, ἧς Τρωὶ Ζεὺς δῶκε (όπου η κανονική πτώση του αναφορ. θα ήταν ἥν), σε Ομήρ. Ιλ.· οὐδὲν ὧν λέγω (αντί οὐδὲν τούτων ἃ λέγω), σε Σοφ.· αντιστρόφως, ο προσδιοριζόμενος όρος περνά στην πτώση του αναφορ. (αντίστροφη έλξη), τὰς στήλας ἃς ἵστα, οἱ πλεῦνες (αντί τῶν στηλῶν, ἃς ἵστα, αἱ πλεῦνες), σε Ηρόδ. 2. το ουδ. χρησιμ. στην Αττ. χωρίς να προηγείται προσδιοριζόμενος όρος, ὃδὲ δεινότατόν γ' ἐστὶν ἁπάντων, ὁ Ζεὺς γὰρ ἕστηκεν, ό,τι όμως είναι το πιο παράξενο απ' όλα, πως ο Δίας στέκει, σε Αριστοφ. κ.λπ. 3. σε αρκετές περιπτώσεις το ελλ. αναφορ. πρέπει να αναλυθεί σε σύνδ. και αντων., ἄτοπα λέγεις, ὅς γε κελεύεις (αντί ὅτι σύ γε), σε Ξεν.· συμφορὰ δ', ὃς ἂν τύχῃ κακῆς γυναικός (αντί ἐάν τις), σε Ευρ.· χρησιμ. επίσης σε περιπτώσεις που θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε απαρ., ἄγγελον ἧκαν, ὃς ἀγγείλειε, nuncium miserunt, qui nunciaret, έστειλαν αγγελιοφόρο για να αναγγείλει, σε Ομήρ. Οδ.· πέμψον τιν', ὅστις σημανεῖ, σε Ευρ. II. η αναφορ. αντων. συνάπτεται με μόρια ή συνδ.· 1. ὅς γε, βλ. ὅσγε. 2. ὃς δή, βλ. δή I. 5. 3. ὃς καί, ο οποίος επίσης, αλλά καὶ ὅς, και ο οποίος. 4. ὅς κε ή κεν, Αττ. ὃς ἄν, σχεδόν όπως το ὅστις, Λατ. quincunque, οποιοσδήποτε, όποιος τυχόν. III. απόλ. χρήσεις συγκεκριμένων πτώσεων της αναφορ. αντων.: 1. γεν. ενικ. οὗ, λέγεται για τόπο, όπως το ὅπου, όπου, σε Αισχύλ., Τραγ. κ.λπ.· ἔστιν οὗ, κάπου, σε κάποια μέρη, σε Ευρ.· σε βραχυλογικές φράσεις, μικρὸν προϊόντες, οὗ ἡ μάχη ἐγένετο (αντί ἐκεῖσε οὗ), έχοντας αναχωρήσει προς το μέρος όπου..., σε Ξεν. 2. ἐξ οὗ (ενν. χρόνου), από την ώρα που, οπότε, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. η δοτ. θηλ. , Δωρ. , λέγεται για τόπο (επίρρ.), όπως το Λατ. qua, όπου, επίσης με υπερθ. επίρρ. ᾗμάλιστα, ᾗ ῥᾷστα, ᾗ ἄριστον κ.λπ., όπως το ὡς μάλιστα, και Λατ. quam celerrime, σε Ξεν. 4. η αιτ. ουδ. αντί δι' ὅ ή ὅτι, ότι, για το οποίο, επίσης, επειδή, Λατ. quod, σε Όμηρ.· επίσης, για το οποίο, Λατ. quapropter, σε Ευρ.
ὅς, , ὅν, γεν. οἷο κ.λπ.: ΚΤΗΤ. ΑΝΤ. I. του γʹ προσδ. αντί ἑός, δικός του, δική του, δικό του, δικός της, δική της, δικό της, Λατ. suus, σε Όμηρ., αρχ. Αττ. II. του βʹ προσ. αντί σός, δικός σου, σου, σε Ησίοδ. III. του αʹ προσ., αντί ἐμός, δικός μου, μου, σε Ομήρ. Οδ.
ὁσάκις[ᾰ], Επικ. ὁσσάκι, (ὅσος), τόσες φορές όσες, τόσο συχνά όσο, Λατ. quoties, σε Ομήρ. Ιλ.· συσχετικό προς το τοσσάκι, σε Ομήρ. Οδ.
ὁσᾰχῆ (ὅσος), επίρρ., με όσους δυνατούς τρόπους, σε Πλάτ.· ὁσᾰχοῦ, επίρρ., σε τόσους τόπους όσοι, σε Δημ.
ὅσγε, ἥγε, ὅγε (ὅς, γε), I. ο οποίος ή το οποίο τουλάχιστον, σε Ηρόδ., Σοφ. II. Λατ. qui quidem ή quippe qui, οἵγε ὑπῆρξαν, αφού ήταν αυτοί τουλάχιστον που άρχισαν, σε Ηρόδ.
ὄσδος, ὄσδω, Δωρ. και Αιολ. αντί ὄζος, ὄζω.
ὁσ-ημέραι, επίρρ., αντί ὅσαι ἡμέραι, τόσες μέρες όσες είναι, δηλ. ημερησίως, μέρα με τη μέρα, Λατ. quotidie, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
ὁσία, Ιων. -ίη, (θηλ. του ὅσιος), I. θεϊκός νόμος, φυσικός νόμος, οὔκ ἐστι ὁσίη, δεν είναι νόμιμο, Λατ. nefas est, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματος νομίσαι, θεωρώ κάτι εντελώς έγκυρο, σε Αριστοφ. II. υπηρεσία που οφείλει ένας άνθρωπος στον Θεό, ὁσίηςἐπιβῆναι, αναλαμβάνω τις οφειλόμενες τελετουργίες, σε Ομηρ. Ύμν. III. παροιμ., ὁσίας ἕκατι ποιεῖσθαί τι, κάνω κάτι για τους τύπους, Λατ. dicis causa, σε Ευρ.
ὅσιος, , -ον και -ος, -ον, I. καθαγιασμένος, επικυρωμένος από τον θεϊκό νόμο, σε Θέογν., Τραγ.· οὐχ ὅσιος, μιαρός, σε Ευρ. κ.λπ. 1. αντίθ. προς το δίκαιος (επικυρωμένος από τον ανθρώπινο νόμο), επικυρωμένος από τον θεϊκό νόμο, τὰ ὅσια καὶ δίκαια, πράγματα που υπάγονται στον θεϊκό και τον ανθρώπινο νόμο, σε Πλάτ.· θεοὺς ὅσιόν τι δρᾶν, εκπληρώνω ένα καθήκον που οι άνθρωποι οφείλουν στους θεούς, σε Ευρ. 2. αντίθ. προς το ἱερός (λέγεται αποκλειστικά για θεούς), επιτρεπτός ή μη απαγορευμένος από τον θεϊκό νόμο, ἱερὰ καὶ ὅσια, πράγματα θεϊκά και εγκόσμια, κοσμικά, σε Θουκ. κ.λπ.· ὅσιόν ή ὅσιά (ἐστι), ακολουθ. από απαρ., είναι νόμιμο, Λατ. fas est, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οὐκ ὅσιόν ἐστι, Λατ. nefas est, στον ίδ.· ὅσιον χωρίον, τόπος που μπορεί να πατηθεί χωρίς διάπραξη ασέβειας, και επομένως = βέβηλος, Λατ. profanus, σε Αριστοφ.· ομοίως, ὅσια ποιέειν, σε Ηρόδ.· φρονεῖν, σε Ευρ. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, ευσεβής, θεοσεβής, θρησκευλαβής, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. 2. αγνός, ἱερῶν πατρῴων ὅσιος, ευλαβής στην επιτέλεση τελετουργιών των προγόνων του, σε Αισχύλ.· ὅσιαιχεῖρες, αγνά, αμόλυντα χέρια, στον ίδ. III. επίρρ. ὁσίως, σε Ευρ. κ.λπ.· οὐχ ὁσίως, σε Θουκ.· ὁσίως ἔχει τινι, με απαρ., είναι επιτρεπτό για κάποιον να πράξει κάτι, σε Ξεν.· επίσης, το ὅσια, ως επίρρ., ἐξ ἐμοῦ οὐχ ὅσι' ἔθνησκες, με ανόσιο τρόπο, σε Ευρ.· συγκρ. ὁσιώτερον, στον ίδ.· υπερθ. ὡς ὁσιώτατα, σε Πλάτ.
ὁσιότης, -ητος, , ευσέβεια, αγιότητα, σε Πλάτ., Ξεν.
ὁσιόω, μέλ. -ώσω, καθιστώ ιερό, εξαγνίζω, απελευθερώνω από την ενοχή μέσω προσφορών, Λατ. expiare, σε Ευρ.Μέσ., στόμα ὁσιοῦσθαι, κρατώ τη γλώσσα μου αγνή, δεν μιλώ βέβηλα, ασεβώς, στον ίδ.· Παθ., είμαι εξαγνισμένος, σε Πλούτ.
ὀσμάομαι, αρχ. τύπος ὀδμ-, αποθ., οσμίζομαι, οσφραίνομαι κάτι· μεταφ., αντιλαμβάνομαι, επισημαίνω, με γεν., σε Σοφ.
ὀσμή, , Αττ. τύπος από το αρχ. ὀδμή, μυρωδιά, άρωμα, οσμή, ευχάριστη ή δυσάρεστη, σε Όμηρ., Αισχύλ.
ὁσον-οῦν, Ιων. ὁσον-ῶν, επίρρ., οσοδήποτε μικρός, σε Ηρόδ.
ὅσος, Επικ. επίσης ὅσσος, , -ον, όπως το Λατ. quantus, I. 1. λέγεται για μέγεθος, τόσο μεγάλος όσο, όσο μεγάλος· λέγεται για ποσότητα, τόσο πολύς όσο, όσο πολύς· λέγεται για διάστημα, τόσο μακριά όσο, πόσο μακριά· λέγεται για χρόνο, τόσο χρόνο όσο, πόση ώρα· λέγεται για πλήθος, τόσο πολλά όσα, πόσα πολλά· λέγεται για ήχο, τόσο δυνατός όσο, όσο δυνατός· στον πληθ., τόσα όσα, Λατ. quot, το προσδιοριζόμενο που προηγείται είναι το τόσος, μετά το οποίο το ὅσος σημαίνει απλώς όσος· τόσσον χρόνον, ὅσσον ἄνωγας, τόσο χρόνο, όσον όρισες, σε Ομήρ. Ιλ.· συχνά το δεικτικό προσδιοριζόμενο που προηγείται παραλείπεται, φωνὴ ὅση σκύλακος, σε Ομήρ. Οδ. 2. με το τις, χρησιμ. για να δηλώσει αόριστο, αδιευκρίνιστο μέγεθος ή αριθμό, ὅσον τι δένδρον, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. με επίθ. που δηλώνουν ποσότητα, ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος, τερατωδώς μεγάλος, σε Αριστοφ.· θαυμαστὸν ὅσον διαφέρει, διαφέρει εκπληκτικά, σε Πλάτ.· ομοίως, στην Λατ. mirum quantum, immane quantum. 4. με υπερθ., ὅσα πλεῖστα, τα δυνατόν περισσότερα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· βλ. κατωτ. IV. 4. 5. με απαρ., τόσο πολύς όσος είναι αρκετός, ὅσον ἀποζῆν, αρκετό για να ζει κάποιος απ' αυτό, σε Θουκ.· ὅσονδοκεῖν, αρκετό για να φαίνεται, σε Σοφ. 6. με οριστ., ὅσσον ἔγωγε γιγνώσκω, όσο τουλάχιστον γνωρίζω εγώ, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅσονπερ σθένω, σε Σοφ. κ.λπ. II. 1. ακολουθ. από μόρια, ὅσος ἄν, οσοδήποτε μεγάλος, με υποτ., σε Όμηρ. κ.λπ. 2. ὅσος δή, όσο μεγάλος, ἐπὶ μισθῷ ὅσῳ δή, λέγεται για πληρωμή συγκεκριμένου ποσού, σε Ηρόδ.· ὁσοσοῦν, Ιων. -ῶν, οσοδήποτε μικρός, στον ίδ. III. τα ὅσον και ὅσα, ως επίρρ.: 1. α) σε τέτοιο βαθμό όσον, τόσο πολύ όσο, οὐ μέντοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι, ὅσον οἱ ἄλλοι, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ὅσον γέ μ' εἰδέναι, τόσο όσο μπορώ να γνωρίζω, σε Αριστοφ. β) πόσο, πόσο πολύ, ἴστε ὅσσον περιβάλλετον ἵπποι, γνωρίζετε πόσο υπερείχαν, σε Ομήρ. Ιλ.· με επίθ., πόσο, ὅσον μέγα, σε Ησίοδ. κ.λπ. 2. μόνο τόσο όσο, μόνο έως, ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰ μὴ ὅσον γραφῇ, εκτός από μια εικόνα μόνο, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για αποστάσεις, ὅσον τε, περίπου, σχεδόν, ὅσον τ' ὄργυιαν, σε Ομήρ. Οδ.· ὅσον τε δέκα στάδια, σε Ηρόδ. 4. με επίθ., ὅσσον βασιλεύτερός εἰμι, σε τέτοιο βαθμό όσο, καθόσον, είμαι ενδοξότερος βασιλιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με επιρρ., ὅσον τάχιστα, στους Αττ.· ὅσον μάλιστα, σε Αισχύλ. 5. με αρνητικά, ὅσον οὐ ή ὁσονού, Λατ. tantum non, παρά μόνον, σχεδόν, σε Θουκ.· ὅσον οὐκ ἤδη, αμέσως, σε Ευρ.· οὐχ ὅσσον οὐκ ἠμύναντο ἀλλ', όχι μόνο δεν εκδικήθηκαν για λογαριασμό τους, σε Θουκ.· ὅσον μή, μόνον που δεν, εκτός από το ότι, με την εξαίρεση του ότι, ὅσον γε μὴ ποτιψαύων, όσο μπορώ χωρίς να αγγίξω..., σε Σοφ. κ.λπ. IV. 1. ὅσῳ, ὅσῳ περ, με όσο πολύ, με όσο, ὅσῳ πλέον, σε Ησίοδ.· διέδεξε, ὅσῳ ἐστὶ τοῦτο ἄριστον, σε Ηρόδ. 2. το ὅσῳ με συγκρ. όταν ακολουθ. άλλος συγκρ. με το τοσούτῳ, όπως το Λατ. quo ή quanto melior, eo magis, ὅσῳ μᾶλλον πιστεύω, τοσοῦτῳ μᾶλλον ἀπορῶ, σε Πλάτ. V. 1. τα ἐς ὅσον, ἐφ' ὅσον, καθ' ὅσον συχνά χρησιμ. σχεδόν όπως το ὅσον, εἰς ὅσον σθένω, σε Σοφ.· ἐφ' ὅσον ἠδύνατο, σε Θουκ. 2. ἐν ὅσῳ, ενώ, κατά τη διάρκεια που, σε Αριστοφ., Θουκ.
ὅσ-περ (Επικ. επίσης ὅ-περ), ἥ-περ, ὅ-περ· γεν. οὗπερ· στους Ίωνες συγγραφείς και ποιητές, το άρθρ., δανείζει τις πλάγιες πτώσεις, γεν. τοῦπερ, δοτ. τῇπερ, πληθ. τοίπερ, τάπερ, τῶνπερ· I. ακριβώς ο άνθρωπος που, ακριβώς το πράγμα που, συχνά όμως απλώς αντί ὅς, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. απόλ., ἅπερ, όπως, ως, όπως το καθάπερ (βλ. καθά), σε Αισχύλ. 2. ᾗπερ, με τον τρόπο που, όπου, που, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.· Ιων. τῇπερ· επίσης, ως, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
ὄσπριον, τό, όσπριο όλων των ειδών, σε Ηρόδ.· στον πληθ., σε Ξεν.
ὄσσᾰ, Αττ. ὄττα, , I. 1. φήμη, διάδοση, Λατ. fama, η οποία, καθώς η πηγή της ήταν άγνωστη, θεωρούνταν θεϊκή, λόγος που ήρθε από τα πέρατα, ὄσσα ἐκ Διός, σε Ομήρ. Οδ.· προσωποποιημένη ως αγγελιοφόρος του Δία, σε Όμηρ. 2. γενικά, φωνή, σε Ησίοδ. 3. γενικότερα, ήχος, λέγεται για άρπα, σε Ομηρ. Ύμν.· κρότος μάχης, σε Ησίοδ. 4. προφητική φωνή, προφητεία, προειδοποίηση, σε Πίνδ.
ὅσσα, Ιων. και Επικ. ουδ. πληθ. του ὅσος αντί ὅσα.
ὁσσάκῐ, Ιων. και Επικ. αντί ὁσάκις.