Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δή, μόριο που χρησιμ. για να προσδώσει μεγαλύτερη σαφήνεια στη λέξη ή λέξεις τις οποίες επηρεάζει (πιθ. συντετμ. τύπος του ἤδη, Λατ. jam), πράγματι, ακριβώς, βέβαια, αληθινά, τωόντι. I. 1. Χρήση του δή με απλές λέξεις: 1. μετά από επίθ., οἶος δή, μόνος δή, ολομόναχος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ιδίως, ως δηλωτικό μεγέθους, μέγας δή, μικρὸς δὴ κ.λπ.· συχνά με υπερθ., μέγιστος δή, κράτιστος δή, αρκετά μεγαλύτερος, ομολογουμένως ο καλύτερος, σε Θουκ.· επίσης με αριθμητικά, ὀκτὼ δὴ προέηκα ὀϊστούς, έχω εκτοξεύσει οκτώ ατόφια βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.· εἷς δή, ένας μονάχα, σε Ευρ. κ.λπ. 2. μετά από επιρρ., πολλάκις δή, πολλές φορές, συχνά, συχνά ως τώρα, Λατ. jam saepe, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀψὲ δὲ δή, εντελώς αργά, στον ίδ.· νῦν δή, τώρα πλέον, σε Ξεν. κ.λπ.· τότε δή, ακριβώς εκείνο τον καιρό, σε Θουκ.· αὐτίκα δὴ μάλα, την ίδια ακριβώς στιγμή, συγχρόνως, σε Πλάτ.· επίσης, ναὶ δή, ναι πράγματι, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ δή, φυσικά, βεβαίως όχι, σε Σοφ.· 3. με ρήματα, δὴ γὰρ ἴδον ὀφθαλμοῖσι, γιατί πράγματι, αλήθεια τον είδα, σε Ομήρ. Ιλ. 4. με κύρια ουσ., ἐς δὴ τὸ Ἄργος τοῦτο..., στο Άργος λοιπόν έφτασαν, σε Ηρόδ.· τέλος δή, το πλήρες τέλος του, σε Αισχύλ.· ειρων., Λατ. scilicet, εἰσήγαγε τὰς ἑταιρίδας δή, τις προσποιούμενες τις εταίρες, σε Ξεν. 5. με αντων., για να προσδώσει έμφαση· ἐμὲ δή, ένας άνδρας όπως εγώ, σε Ηρόδ.· σὺ δή, εσύ ξεχωριστά απ' όλους τους άλλους, εσύ προπάντων, στον ίδ.· οὗτος δή, αυτός και κανείς άλλος, στον ίδ.· ὅς δή, που ξεκάθαρα, σε Ομήρ. Ιλ.· με αόρ. αντων., ἄλλοιδή, άλλοι θα είναι αυτοί οι οποίοι θα μπορέσουν, στον ίδ.· δή τις, κάποιος ή κάποιος άλλος, Λατ. nescio quis, σε Πλάτ.· δή τι, με κάθε τρόπο, όπως και να είναι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II. Χρήση του δή με ολόκληρες προτάσεις: 1. για να συνεχίσει την αφήγηση, έπειτα λοιπόν, κατόπιν, μετά ακολούθως, τότε· τότε μὲν δὴ ἡσυχίην εἶχε, σε Ηρόδ.· σε ανακεφαλαιώσεις, τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, Λατ. haec hactenus, σε Αισχύλ. 2. χρησιμ. για συμπεράσματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ιδίως, για να εκφράσει το απροσδόκητο· καὶ σὺ δή, ώστε λοιπόν και εσύ επίσης!, σε Αισχύλ. 3. με προστ. και υποτ., ἐννοεῖτε γὰρ δή, γιατί έχετε μόνο στο μυαλό, σε Ξεν.· ομοίως, ἄγεδή, φέρε δή, ἴθι δή, σκόπει δὴ κ.λπ. 4. γε δή, για δήλωση του πιο σημαντικού, μετὰ ὅπλων γε δή, προπάντων με όπλα, σε Θουκ.· μή τί γε δή, χωρίς να αναφέρω, χωρίς να κάνω λόγο, σε Δημ. 5. α) καὶ δή, και επιπλέον, και μάλιστα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐς Αἴγυπτον ἀπίκετο, καὶ δὴ καὶ ἐς Σάρδις, ἔφτασε στην Αίγυπτο, και επιπλέον και στις Σάρδεις σε Ηρόδ.· ἰσχὺς καὶ κάλλος καὶ πλοῦτος δή, και πάνω απ' όλα ο πλούτος, σε Πλάτ. β) καὶ δή, βρίσκεται επίσης σε αποκρίσεις: βλέψον κάτω, απάντηση, καὶ δὴ βλέπω, καλά, κοιτάζω, σε Αριστοφ. γ) σε υποθέσεις, καὶ δὴ δέδεγμαι, και τώρα υπόθεσε ότι έχω δεχτεί, σε Αισχύλ.