Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὅμοιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὅμοιος ή (Ιων. και αρχ. Αττ.) ὁμοῖος, , -ον ή -ος, -ον· Επικ. επίσης ὁμοίϊος (βλ. αυτ.), Αιολ. ὔμοιος· (ὁμός), Αρκαδ. ὑμοῖος
Α. I. 1.
παρόμοιος, παρεμφερής, Λατ. similis, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὣς τὸν ὁμοῖον, όμοιος στον όμοιο, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ὁ ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ, σε Πλάτ.· συγκρ. ὁμοιότερος, αυτός που έχει μεγαλύτερη ομοιότητα, στο ίδ.· υπερθ. -ότατος, ο πλέον παρεμφερής, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. = ὁ αὐτός, ο ίδιος, σε Όμηρ.· ἓν καὶ ὅμοιον, ένα και το αυτό, σε Πλάτ.· ὁμοῖον ἡμῖν ἔσται, για μας θα είναι ακριβώς το ίδιο, Λατ. perinde erit, σε Ηρόδ.· σὺ δ' αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις, ὁμοῖον, σε Αισχύλ. 3. αυτός που τον μοιράζονται εξίσου όλοι, κοινός, ὁμ. πόλεμος, πόλεμος στον οποίο καθένας (δηλ. όλοι) λαμβάνει μέρος, σε Όμηρ.· γῆρας, θάνατος, μοῖρα, κοινά για όλους, στον ίδ.· 4. ίσος σε ισχύ, ισοδύναμος, ισάξιος αντίπαλος, Λατ. par, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 5. παρόμοιος στον τρόπο σκέψης, ομόγνωμος με, σύμφωνος με, τινι, σε Ησίοδ.· απ' όπου (ενν. ἑαυτῷ), πάντοτε ο ίδιος, αμετάβλητος, ὅμοιος πρὸς τοὺς αὐτοὺς κινδύνους, σε Θουκ. 6. τὸ ὁμοῖον ἀνταποδιδόναι, εκδικούμαι με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίον αδικήθηκα, Λατ. par pari referre, σε Ηρόδ.· επίσης, τὴν ὁμοίην (ενν. χάριν) διδόναι ή ἀποδιδόναι τινί, στον ίδ.· τὴν ὁμοίην φέρεσθαι παρά τινος, λαμβάνω το ίδιο ως ανταπόδοση από κάποιον, στον ίδ.· ἐπ' ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ (βλ. ἴσος II. 2)· 7. ἐν ὁμοίῳ ποιεῖσθαί τι, αξιολογώ, θεωρώ κάτι εξίσου έντιμο, σε Ηρόδ. 8. ἐκ τοῦ ὁμοίου, με τον ίδιο τρόπο, όπως το ὁμοίως, σε Θουκ.· ἐκ τῶν ὁμοίων, με ισοδύναμα προσόντα, σε δίκαιη μάχη, σε Αισχύλ. II. λέγεται για την ίδια θέση ή τάξη, σε Ηρόδ.· οἱ ὅμοιοι, αριστοκράτες, ευγενείς, σε Ξεν., Αριστ. Β. Σύνταξη: 1. απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ. 2. το πρόσωπο ή το πράγμα με το οποίο είναι κάποιος ή κάτι όμοιο(ς) με δοτ., όπως το Λατ. similis, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης με γεν.· ελλειπτ. φράσεις, κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι αντί κόμαι ταῖς τῶν Χαρίτων ὁμοῖαι, σε Ομήρ. Ιλ. 3. αυτό με το οποίο είναι όμοιο ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε αιτ. ἀθανάτῃσι φυὴν καὶ εἶδος ὁμοίη, σε Ομήρ. Οδ. 4. με απαρ., θείειν ἀνέμοισιν ὁμοῖοι, τρέχουν σαν τους ανέμους, σε Ομήρ. Ιλ. 5. ακολουθ. από καί, όπως το Λατ. perinde ac, σε Ηρόδ. κ.λπ. Γ. Επίρρ., συχνά στα ουδ. ὅμοιον και ὅμοια, Ιων. και αρχ. Αττ. ὁμοῖον, ὁμοῖα, κατά τον ίδιο τρόπο με, ὁμοῖα τοῖς μάλιστα, σε Ηρόδ.· ὁμοῖα τοῖς πρώτοισι, στον ίδ. 2. παρομοίως, σε Αισχύλ. II. 1. ομαλ. επίρρ. ὁμοίως, κατά τον ίδιο τρόπο με, με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· ὁμ. καί..., σε Ηρόδ. 2. εξίσου ισοδύναμα, στον ίδ., Αισχύλ.