Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἴσος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἴσος, , -ον, Επικ. ἶσος και ἔϊσος· I. ίσος προς..., ίδιος με..., όμοιος, με δοτ. ή απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἴσαπρὸς ἴσα, λέγεται για δήλωση ίσων σχέσεων, σε Ηρόδ.· λέγεται για την ανάμειξη κρασιού με νερό, ἴσος οἶνος ἴσῳ ὕδατι κεκραμένος, σε Κωμ.· μεταφ., μηδὲν ἴσον ἴσῳ φέρων, λέγεται αντί «δίκαια και εξίσου», σε Αριστοφ. II. 1. ισομερώς χωρισμένος, ίσος, σε Όμηρ., Σοφ.· τὰ ἴσα, ίσο μερίδιο, δίκαιο μέτρο, σε Ηρόδ., Σοφ.· ἴσαι(ενν. ψῆφοι), λέγεται για την περίπτωση της ισοψηφίας, σε Αριστοφ. 2. στην Αθήνα, λέγεται για την ίση διανομή όλων των πολιτικών δικαιωμάτων, σε Θουκ. κ.λπ.· τὰ ἴσα, ίσα δικαιώματα, ισότητα, σε Δημ.· επίσης, ἡἴση καὶ ὁμοία (ενν. δίκη), σε Θουκ. κ.λπ.· ἐπ' ἴσῃ τε καὶ ὁμοίῃ, με ίσους και όμοιους όρους, σε Ηρόδ. III. λέγεται για πρόσωπα, δίκαιος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ. IV. λέγεται για το έδαφος, ισόπεδος, επίπεδος, ομαλός, Λατ. aequus, εἰς τὸ ἴσον καταβαίνειν, λέγεται για στράτευμα, σε Ξεν.V. επίρρ., ἴσως· αλλά υπάρχουν και πολλοί άλλοι επιρρ. τύποι: 1. ουδ. ενικ., ἶσον Κηρί, όσο και τον θάνατο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἶσον ἐμοί, εξίσου με εμένα, στο ίδ. κ.λπ.· ἴσον τῷ πρίν, εξίσου όπως πρωτύτερα, σε Ευρ.· συχνά, ακολουθ. από καί, ἴσα καί..., εξίσου, όμοια όπως..., ωσάν, Λατ. aeque ac, σε Σοφ. κ.λπ.· απόλ., ομοίως, στον ίδ. 2. με πρόθ., ἀπὸ τῆς ἴσης, εξίσου, Λατ. ex aequo, σε Θουκ.· ἀπ' ἴσης, σε Δημ.· ἐν ἴσῳ, εξίσου, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐξ ἴσου, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐπὶ ἴσης, μεταγεν. ἐπίσης, ἐπὶ ἴσης διαφέρειν τὸν πόλεμον, σε Ηρόδ., Αττ. VI.Αττ., συγκρ. ἰσαίτερος, σε Ευρ. κ.λπ.