Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄλλυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄλλῡμι και ὀλλύω (από √ΟΛπαρατ. ὤλλυν, γʹ πληθ. ὤλλυσαν, μέλ. ὀλέσω, Επικ. επίσης ὀλέσσω, Ιων. ὀλέω, Αττ. ὀλῶ, -εῖς, -εῖ· αόρ. αʹ ὤλεσα, Επικ. ὄλεσα, ὄλεσσαΜέσ., ὄλλῠμαι, παρατ. ὠλλύμην, μέλ. ὀλοῦμαι, Επικ. ὀλέομαι, αόρ. βʹ ὠλόμην, Ιων. γʹ ενικ. ὀλέσκετο, μτχ. ὀλόμενος, ως επίθ., βλ. οὐλόμενος· παρακ. ὄλωλα, ὀλώλειν (βλ. κατωτ. Β. III).
Α.
Ενεργ., Λατ. perdo· I. καταστρέφω, επιφέρω το τέλος κάποιου, εξολοθρεύω, σκοτώνω, σε Όμηρ., Τραγ.· επίσης, λέγεται για την απαλλαγή από κάποιο κακό, ὤλεσεν νόσον, σε Αισχύλ. II. χάνω, θυμόν, ψυχήν, μένος, ἦτορ ὀλέσας, χάνω τη ζωή μου, σε Όμηρ.· πόνον ὀλέσαντες, έχοντας καταβάλει χαμένο κόπο, σε Αισχύλ. Β. Μέσ., Λατ. pereo· I. 1. αφανίζομαι, εξολοθρεύομαι, πεθαίνω, σε Όμηρ.· επίσης με σύστ. αιτ., κακὸν οἶτον, κακὸν μόρον ὀλέσθαι, βρίσκω δόλιο θάνατο, δολοφονούμαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄλοιο, ὄλοισθε, που να χαθείς! που να χαθείτε! κατάρα, στους Τραγ.· ομοίως, ὀλοίμην, ὄλοιτο, ὄλοιντο, σε Σοφ. 2. καταστρέφομαι, αφανίζομαι, σε Όμηρ., Αττ. II. λέγεται για πράγματα, χάνομαι, σε Όμηρ. III. παρακ. ὄλωλα, με σημασία Μέσ., είμαι χαμένος, αφανισμένος, κατεστραμμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· τῶν ὀλωλότων, των νεκρών, σε Αισχύλ.