Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οὐλόμενος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
οὐλόμενος, , -ον, Αττ. ὀλόμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄλλυμι, το οποίο χρησιμ. ως επίθ. I. καταστροφικός, φθοροποιός, ολέθριος, μοιραίος, Λατ. fatalis, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ. II. δυστυχής, αφανισμένος, χαμένος, Λατ. perditus, σε Αισχύλ., Ευρ.