Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὁδός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ὁδός, , Αττ. αντί οὐδός, κατώφλι, σε Σοφ. κ.λπ.
ὁδός, , I. 1. διαδρομή, μονοπάτι, δίοδος, δρόμος, λεωφόρος· ποταμοῦ ὁδός, κοίτη ποταμού, σε Ξεν.· η τροχιά των ουρανίων σωμάτων, σε Ευρ. 2. με προθ., πρὸ ὁδοῦ, εμπρός, περαιρετώ, σε Ομήρ. Ιλ. (πρβλ. φροῦδοςκατ' ὁδόν, καθ' ὁδόν, κατά τη διαδρομή, στον δρόμο, σε Ηρόδ.· ἐκ τῆς ὁδοῦ, στο δρόμο του, στον ίδ. II. η ενέργεια του ταξιδιού, της περιπλάνησης, είτε δια ξηράς είτε δια θαλάσσης, ταξίδι ή οδοιπορία, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, εκστρατεία, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., τὴν εὐθὺς Ἄργους ὁδόν, δρόμος που οδηγεί κατευθείαν στο Άργος, σε Ευρ. III. 1. μεταφορικό μέσο ή τρόπος, μέθοδος, θεσπεσία ὁδός, μέσο ή τρόπος χρησμοδότησης, σε Αισχύλ.· ὁδὸς μαντικῆς, σε Σοφ.· λογίων ὁδός, ο σκοπός τους, σε Αριστοφ. 2. τρόπος για να κάνει κάποιος κάτι, τρόπος ομιλίας κ.λπ.· τριφασίας ἄλλαςὁδοὺς λόγων, τρεις άλλοι τρόποι για να αφηγηθεί κάποιος την ιστορία, σε Ηρόδ.· ὁδὸν ἥντιν' ἰών, με ποιο τρόπο δράσης, σε Αριστοφ. κ.λπ. 3. τρόπος, μέθοδος, σύστημα, ὁδῷ, μεθοδικά, συστηματικά, σε Πλάτ. 4. η Οδός, δηλ. η χριστιανική πίστη, σε Κ.Δ.