Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φροῦδος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φροῦδος, , -ον και -ος, -ον (συνηρ. από πρὸ ὁδοῦ, όπως φροίμιον από προοίμιον)· αυτός που αναχωρεί, αυτός που φεύγει (όπως ο Όμηρ. λέει πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο). 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που φεύγει, αυτός που το σκάει, που απομακρύνεται, σε Σοφ. κ.λπ.· με μτχ., φροῦδοί (εἰσι) διώκοντές σε, έχουν φύγει για καταδίωξη, στον ίδ.· λέγεται για τους νεκρούς, φροῦδος αὐτὸς εἶ θανών, οι νεκροί έχουν φύγει, σε Σοφ., Ευρ. 2. απολεσθείς, κατεστραμμένος, αβοήθητος, σε Ευρ. II. λέγεται για πράγματα, χαμένος, εξαφανισμένος, σε Σοφ., Ευρ.· φρούδη μὲν αὐδή φροῦδα δ' ἄρθρα, έχουν φύγει, λείπουν, δηλ. αρνούνται να εκτελέσουν τη λειτουργία τους, σε Ευρ.