Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἵππος"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἵππος, , , I. άλογο, φοράδα, Λατ. equus, equa, σε Όμηρ. κ.λπ.· πληθ. ἵπποι στον Όμηρ., σημαίνει άλογα που σύρουν άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, το ἵπποι χρησιμ. για να δηλώσει το ίδιο το άρμα, καθ' ἵππων ἅλλεσθαι, ἐξ ἵππων βῆσαι, ἵππων ἐπεβήσετο, στο ίδ.· η τέχνη της ιππασίας, παρ' όλο που ήταν γνωστή στην εποχή του Ομήρ., αναφέρεται σαν μια ασυνήθιστη πρακτική, σαν κάτι που γινόταν για λόγους επίδειξης και δεν ήταν γνωστή στους πολλούς, πρβλ. κέλης, κελητίζω. II. ως περιληπτικό όνομα, ἵππος, , ιππικό, Λατ. equitatus, σε Ηρόδ., Αττ.· πάντα σε ενικ., ακόμα και με αριθμητικά, όπως το ἵππος χιλίη = χίλιοι ιππείς, σε Ηρόδ. III. ὁ ἵππος ὁ ποτάμιος, ιπποπόταμος, στον ίδ. IV. σε σύνθ., δήλωνε οτιδήποτε υπερμέγεθες ή τραχύ, όπως στις λέξεις ἱπποσέλινον, ἱππομάραθρον, ἱππόκρημνος, κ.λπ.
ἱππό-στᾰσις, -εως, , στάβλος αλόγων· μεταφ., Ἀελίου κνεφαία ἱππόστασις, σκοτεινός στάβλος του Ήλιου, δηλ. η Δύση, σε Ευρ.
ἱπποσύνη, (ἵπποςI. τέχνη της αρματηλασίας, ιππική δεξιότητα, σε Όμηρ. II. = ἵππος II, δηλ. ιππικό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
ἱππόσῠνος, , -ον, = ἱππικός, σε Ευρ.